Τηλεφώνημα

662 52 10
                                    

Οι επόμενες δύο μέρες ήταν σκέτο μαρτύριο για την Δήμητρα. Ο πάτερ ήταν συνεχώς μέσα στις σκέψεις της. Έψαχνε απεγνωσμένα μία αφορμή για να του τηλεφωνήσει, αλλά κάτι μέσα της την εμπόδιζε να κάνει τη κίνηση. Σήμερα είναι Πέμπτη, ο καιρός έξω είναι βροχερός, οι βροντές ακούγονται από τα βάθη των βουνών. Η Δήμητρα στέκεται κοντά στο παράθυρο του δωματίου της, κοιτάζοντας τις σταγόνες να πέφτουν με δύναμη στο τζάμι. Εδώ και δύο μέρες δεν έχει βγει από το σπίτι, ούτε για μια βόλτα με τους φίλους της. Ήταν λες και είχε ένα βάρος στην καρδιά της. Η πόρτα του δωματίου ανοίγει, και η Φανή μπαίνει μέσα, κρατώντας μία κούπα με ζεστή σοκολάτα
«Δήμητρα;»
Η κοπέλα δεν αντιδρά, δεν την ακούει. Η Φανή κοιτάζει ανήσυχα την πλάτη της κόρης της
«Δήμητρα;»
Επαναλαμβάνει ενώ τώρα στέκεται δίπλα της. Αμέσως το κορίτσι γυρίζει το κεφάλι για να κοιτάξει το πρόσωπο της μητέρας της
«μαμά; πότε μπήκες;»
Την ρωτάει, φανερά έκπληκτη
«τόσο αφηρημένη είσαι που ούτε την μάνα σου δεν μπορείς να καταλάβεις;»
Η κοπέλα χαμογελά, προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία της
«τι έφερες;»
«ζεστή σοκολάτα, για σένα την έφτιαξα»
Αποκρίνεται και της δίνει την κούπα
«ευχαριστώ»
Λέει και πίνει μια γουλιά. Η Φανή την λοξοκοιτάζει, μην ξέροντας αν πρέπει να της μιλήσει
«για να με κοιτάς εσύ έτσι, κάτι θέλεις να μου πεις»
Λέει η νεαρή κοπέλα, κάνοντας την μάνα της να χαμογελάσει αχνά
«δυο μέρες τώρα δεν βγαίνεις από το σπίτι, ούτε βόλτες με τους φίλους, ούτε πας στο μοναστήρι...»
Η Δήμητρα νιώθει ένα ρίγος μόλις ακούει την τελευταία πρόταση. Το βλέμμα της υψώνεται αργά στο πρόσωπο της μητέρας της
«τι σου συμβαίνει κορίτσι μου;»
Την ρωτάει με στοργικό ύφος, όπως μια μάνα που λατρεύει το παιδί της. Για μια στιγμή η Δήμητρα νιώθει τον εαυτό της να λυγίζει κάτω από τα λαμπερά, καστανά της μάτια. Ένιωσε ότι ήθελε να ξεσπάσει, να κλάψει στην αγκαλιά της, να της μιλήσει, αλλά φοβόταν την αντίδραση της. Όλα ήταν λάθος τοποθετημένα μέσα στο μυαλό της, και το γνώριζε καλά
«μην ανησυχείς μαμά, μια χαρά είμαι»
Απαντάει ενώ της χαρίζει ένα καθησυχαστικό χαμόγελο
«μακάρι να μπορούσα να σε πιστέψω...»
Η Δήμητρα νιώθει ένα καμπανάκι ανησυχίας να χτυπάει στο κεφάλι της. Το βλέμμα της στρέφεται ξανά έξω από το παράθυρο
«θα κατέβω κάτω, θα ρθεις;»
Ρωτάει και η Δήμητρα γνέφει αρνητικά. Η Φανή δεν λέει κάτι άλλο, απλά κάνει μεταβολή και βγαίνει από το δωμάτιο. Μόλις ακούει την πόρτα να κλείνει, αρπάζει την συσκευή από το γραφείο της. Το κοιτάζει για μερικά λεπτά, σκεπτόμενη αν πρέπει να το κάνει. Μια φωνή μέσα της την παροτρύνει να ψάξει τον αριθμό του, να τον καλέσει, να του μιλήσει, έστω να ακούσει την φωνή του και μετά να το κλείσει. Όμως η λογική βρίσκεται ακόμη εκεί, έστω και μια μικρή της σταγόνα. Τελικά η επιθυμία νικά την λογική. Αμέσως αρχίζει να ψάχνει για το χαρτάκι πάνω στο γραφείο της, ώσπου το βρίσκει. Με σβέλτα δάχτυλα, ξεκινά να πληκτρολογεί τον αριθμό του στο τηλέφωνο της. Έπειτα τοποθετεί το ακουστικό στο αυτί της και περιμένει. Όσο περιμένει της περνά η ιδέα να το κλείσει, αλλά φυσικά ήταν πιο γενναία από όσο πίστευε και η ίδια. Το συνεχόμενο μπιμπ σταματά και η Δήμητρα χάνει έναν χτύπο από την καρδιά της
«παρακαλώ»
«πάτερ Νικηφόρε!»
Λέει αμέσως και έπειτα δαγκώνει το κάτω χείλος της. Ο Νικηφόρος από την άλλη γραμμή μένει έκπληκτος καθώς ακούει την φωνή της
«Δήμητρα;»
«ναι ,εγώ είμαι. Εμ, μήπως σας ενοχλώ;»
Ρωτάει με διστακτικό τόνο. Ο Νικηφόρος περπατά στον διάδρομο του νοσοκομείου, ώστε να απομακρυνθεί από το σημείο όπου βρίσκεται η αδερφή του
«όχι, δεν με ενοχλείς. Τι κάνεις;»
«είμαι καλά»
«ωραία»
«εσείς;»
Η ερώτηση της τον εκπλήσσει. Γυρίζει το κεφάλι από την άλλη για να κοιτάξει την αδερφή του, η οποία τώρα τον κοιτούσε με περιέργεια
«ευτυχώς ο πατέρας μου είναι καλύτερα»
Λέει και η Δήμητρα χαμογελά από την άλλη γραμμή
«χαίρομαι, πραγματικά χαίρομαι»
Σχεδόν ψιθυρίζει. Για μερικά λεπτά επικρατεί σιωπή ανάμεσα τους, ίσως μια άβολη σιωπή. Η Δήμητρα δαγκώνει νευρικά το κάτω χείλος της καθώς περπατά προς το παράθυρο
«εσείς πως είστε; ψυχολογικά εννοώ»
Λέει τελικά και ο Νικηφόρος ξεφυσά από την άλλη γραμμή
«καλά είμαι»
«ξέρετε... ήθελα να σας πω κάτι, αλλά...»
Σταματά, θέλοντας να επεξεργαστεί καλύτερα τα λόγια της πριν συνεχίσει την πρόταση της. Ο Νικηφόρος κατσουφιάζει
«αλλά;»
Ρωτάει και η Δήμητρα δαγκώνει νευρικά το κάτω χείλος της
«μου λείψατε... πολύ»
Τα μάγουλα της παίρνουν φωτιά μόλις προφέρει αυτές τις τρείς λέξεις. Ο Νικηφόρος μένει έκπληκτος, σχεδόν σοκαρισμένος από την αποκάλυψη της. Κοιτάζει το πάτωμα, νιώθοντας παράλληλα την καρδιά του να σφίγγεται
«ξέρω πως... ίσως σας φαίνεται άσεμνο αυτό που λέω, αλλά-»
«με συγχωρείς, πρέπει να κλείσω»
Πετάει ξαφνικά ο πάτερ και μετά το κλείνει. Περπατά προς το μέρος της αδερφής του, η οποία συνεχίζει να τον κοιτά με περιέργεια
«ποιος ήταν;»
Τον ρωτά ευθέως. Ο Νικηφόρος την κοιτάζει σαν χαμένος. Η πρόταση της Δήμητρας έπαιζε συνέχεια μέσα στο μυαλό του, σαν κασέτα. Για λίγο ένιωθε τύψεις που της το έκλεισε τόσο απότομα, ίσως έπρεπε να της τηλεφωνήσει για να της ζητήσει συγγνώμη
«Άλκη!»
Αμέσως υψώνει το βλέμμα του στο πρόσωπο της. Είχε χρόνια να ακούσει το παλιό του όνομα, τόσο που σχεδόν το είχε ξεχάσει 
«Νικηφόρος!»
Την διορθώνει. Η γυναίκα ρουθουνίζει ειρωνικά
«εμένα τον αδερφό μου Άλκη τον λένε»
Ο πάτερ τρίβει το μέτωπο του, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του
«είπαν τίποτα οι γιατροί;»
«όχι. Με ποιόν μιλούσες στο τηλέφωνο;»
Ο Νικηφόρος ξεφυσά
«ο μικρός θα έρθει;»
Ρωτάει, θέλοντας να αλλάξει συζήτηση. Η Νικολέτα κουνάει καρτερικά το κεφάλι
«δεν νομίζω»
Απαντάει ενώ στρέφει το βλέμμα της στον απέναντι τοίχο. Ο Νικηφόρος κάνει μεταβολή και πηγαίνει προς τις πλαστικές καρέκλες του διαδρόμου, για να καθίσει σε μία από αυτές. Οι στιγμή παίζει ξανά μέσα στο μυαλό του. Ξαφνικά ο Νικηφόρος ένιωθε ότι εκτροχιάζεται. Οι λέξεις της ήταν πολύ απλές, αλλά ο Νικηφόρος τις ένιωθε σαν βελόνες που τρυπάνε το στήθος του. Η σχέση τους πήγαινε σε ένα άλλο επίπεδο, ίσως πιο επικίνδυνο.

Επίγειος ΘεόςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora