Το ίδιο απόγευμα, η Δήμητρα βγαίνει μαζί με την Αφροδίτη. Για πρώτη φορά, τα δύο κορίτσια ένοιωθαν ευτυχισμένα. Η Αφροδίτη επειδή είχε τον Σπύρο, και η Δήμητρα επειδή μπόρεσε να αγγίξει τον απαγορευμένο καρπό, χωρίς να πέσει από τον παράδεισο στον οποίο ζούσε
«Δήμητρα, είμαι πολύ ευτυχισμένη!»
Δηλώνει η Αφροδίτη, καθώς κάνει μία περιστροφή γύρω από τον εαυτό της. Η Δήμητρα της χαμογελά στοργικά
«βλέπω τα έχετε καταβρεί με τον Σπύρο»
«όντως. Ταιριάζουμε σε όλα! είναι λες και αυτός ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για εμένα»
Η Δήμητρα χαμογελά στραβά καθώς ακούει τα τελευταία λόγια της κολλητής της. Λες και δημιουργήθηκε για εμένα. Άραγε το ίδιο ίσχυε και για αυτήν; μήπως ο Νικηφόρος ήταν ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε για αυτήν;
«αν κρίνω από το ύφος σου... κάτι καλό πρέπει να σου έχει συμβεί, έτσι;»
Το ύφος της Αφροδίτης φαινόταν πονηρό. Ήθελε να αποσπάσει κάθε λεπτομέρεια από την κολλητή της, όπως έκανε πάντα άλλωστε. Η Δήμητρα προσπαθεί να στραβώσει τα χείλη της σε ένα μειδίαμα
«μήπως μίλησες με τον Στέφανο;»
Αμέσως το πρόσωπο της Δήμητρας σοβαρεύει
«πως σου ρθε αυτό;»
«επειδή σε είδα να χαμογελάς έτσι... υπέθεσα ότι μιλήσατε. Γιατί την τελευταία φορά, φύγατε και οι δύο πολύ βιαστικά»
Η κοπέλα με τα σκούρα καστανά μαλλιά παίρνει μια βαθιά ανάσα
«με τον Στέφανο... αμφιβάλλω αν θα ξαναμιλήσω»
Η ανακοίνωση της, πέφτει σαν κεραμίδα στο κεφάλι της Αφροδίτης
«γιατί; μαλώσατε;»
Τι μπορούσε να της πει τώρα; ότι ο Στέφανος είναι μπλεγμένος με ναρκωτικά; όχι, δεν μπορούσε να του το κάνει αυτό. Θα τον βοηθούσε, ήταν πραγματικά διατεθειμένη να το κάνει, και ας μην της ξαναμιλούσε
«κάτι τέτοιο»
«και γιατί δεν μου το πες;»
Η Δήμητρα την κοιτάζει κάπως διστακτικά
«και τι θα άλλαζε Αφροδίτη;»
«τι τι θα άλλαζε ρε συ; τέλος πάντων, θα μεσολαβήσω εγώ να τα ξαναβρείτε, μην ανησυχείς»
«δεν χρειάζεται»
«κι όμως χρειάζεται! Ξέρω τι πεισματάρικα μουλάρια είστε και οι δύο»
Η Δήμητρα την κοιτάζει με τρυφερότητα. Ήταν έτοιμη να της τα πει όλα, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε. Παρόλα αυτά, δεν θα εμπόδιζε την Αφροδίτη να κάνει την προσπάθεια της με το νεαρό αγόρι
«θα πάω σήμερα κιόλας να του μιλήσω»
«κάνε ότι καταλαβαίνεις. Εξάλλου... ξέρω τι πεισματάρικο μουλάρι είσαι»
Της λέει πειραχτικά, κάνοντας την να γελάσει δυνατά. Είχαν πολύ καιρό να περάσουν χρόνο οι δυο τους, σαν την παλιά Δήμητρα και την παλιά Αφροδίτη.Το ίδιο απόγευμα, η Δήμητρα ανεβαίνει κρυφά στο μοναστήρι για να τον συναντήσει. Η χαρά και η αγωνία είχαν φτάσει στο ζενίθ. Τα πόδια τη έτρεμαν καθώς διέσχιζε την πόρτα του μοναστηριού. Ο κόσμος γύρω της φαινόταν ήρεμος, ίσως και απόμακρος. Το βλέμμα της σαρώνει την αυλή, ώσπου τελικά τον βρίσκει να στέκεται κοντά στις τριανταφυλλιές. Ασυναίσθητα, ένα τρυφερό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη της. Πάντα τον έβρισκε εκεί, να φροντίζει τα λουλούδια. Περπατά προς το μέρος του, νιώθοντας μαγεμένη από την παρουσία του
«καλησπέρα»
Του λέει και εκείνος στρέφει αργά το βλέμμα του επάνω της. Εκείνη την στιγμή, η Δήμητρα αντίκρισε τον φόβο αλλά και την επιθυμία μέσα στα σκούρα καστανά του μάτια
«πάμε μέσα»
«συνέβη κάτι;»
Ρωτάει αμέσως, νιώθοντας τώρα ανήσυχη
«περίπου. Έλα, πάμε μέσα»
Λέει και προχωρούν μαζί ως την είσοδο του κτιρίου. Μόλις μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο, ο Νικηφόρος κλείνει τα μάτια, αφήνοντας το μυαλό του να χαθεί από κάθε λογική σκέψη. Το άρωμα της βανίλιας πλημμύριζε πλέον τον χώρο, κάνοντας του πιο δύσκολο το να συγκεντρωθεί
«τι έγινε;»
«άρχισαν να μιλούν για εμάς. Ξέρεις, να μας σχολιάζουν»
Η Δήμητρα σοκάρεται
«ποιοι;»
Ρωτάει και ο Νικηφόρος χαμηλώνει το βλέμμα του στο πάτωμα
«εχθές άκουσα δύο αδελφούς να μας σχολιάζουν»
Η Δήμητρα νιώθει το κορμί της να ηρεμεί. Πίστευε πως ίσως τους είχε καταλάβει κάποιος, αλλά τώρα ένιωθε ανακουφισμένη
«μην τους δίνεις σημασία. Εξάλλου υπάρχει λόγος που έρχομαι εδώ. Είσαι ο πνευματικός μου, και μπορώ να σε επισκέπτομαι όποτε θέλω»
«όχι όμως κάθε μέρα. Δίνουμε τροφή για κουτσομπολιό έτσι»
«δεν με ενδιαφέρει η γνώμη τους Νικηφόρε. Είμαστε υπεράνω πάσης υποψίας, δεν το καταλαβαίνεις;»
Ο νεαρός άντρας κλείνει τα μάτια για λίγο, δίνοντας μια μάχη με τον εαυτό του να συγκρατηθεί
«ο κόσμος πάντα θα μιλάει Νικηφόρε, είτε έχει αποδείξεις, είτε όχι»
«εγώ όμως δεν θέλω να σε σχολιάζουν. Αν ακουστεί κάτι στο χωριό....»
Κάνει παύση, καθώς τα σκούρα καστανά του μάτια, συναντούν τα λαμπερά δικά της. Όποτε την κοιτούσε, ένιωθε ένα περίεργο συναίσθημα μέσα του, κάτι πρωτόγνωρα όμορφο που επισκίαζε την λογική του. Για μία ακόμη φορά, οι λέξεις χάνονται, και τα βλέμματα αποφασίζουν να επικοινωνήσουν με τον δικό τους, μοναδικά μυστήριο τρόπο. Η κοπέλα κάνει τα βήματα που τους χωρίζουν, ώστε να βρεθεί μπροστά του. Το κορμί έτρεμε, η καρδιά της ήταν έτοιμη να σκάσει από αγωνία. Δεν μπορεί να ήταν όλο αυτό της φαντασίας της, δεν μπορεί να ένιωθε μόνο αυτή την έλξη που υπήρχε μεταξύ τους
«είναι τόσο λάθος αυτό που κάνουμε»
Οι λέξεις βγαίνουν σιγανά από τα χείλη του. Η Δήμητρα απλώνει διστακτικά το χέρι για να περάσει τα ακροδάχτυλα της από το αξύριστο σαγόνι του
«εμένα δεν μου φαίνεται τίποτα λάθος»
Αποκρίνεται μουρμουριστά η κοπέλα, καθώς το βλέμμα της πλανιέται στο πρόσωπο του
«πρέπει να σε διώξω....»
Λέει και η Δήμητρα γέρνει το κεφάλι της στο πλάι
«αλλά δεν έχω πλέον την δύναμη για να το κάνω»
Προσθέτει και η κοπέλα του χαμογελά τρυφερά, νιώθοντας ανακούφιση μέσα της
«νιώθουμε κάτι και οι δύο... το ξέρω. Τώρα το ξέρω»
Λέει καθώς το μέτωπο της ενώνεται αργά με το δικό του. Οι ανάσες τους πλέον ήταν βαριές, σχεδόν συντονισμένες. Τα χέρια της αγγίζουν χωρίς δισταγμό το πρόσωπο του, ενώ τα δικά του τυλίγονται προστατευτικά γύρω από το σώμα της. Τα χείλη τους ενώνονται, αφήνοντας επιτέλους τους εαυτούς τους ελεύθερους να νιώσουν τον έρωτα.Την ίδια στιγμή, η Αφροδίτη βρισκόταν έξω από το σπίτι του Στέφανου, και συγκεκριμένα στο γκαράζ του. Ήξερε ότι εκεί ήταν ο προσωπικός του χώρος, εκεί κρυβόταν όταν δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν
«Στέφανε!»
Φωνάζει και το αγόρι πηγαίνει να ανοίξει την ξύλινη πόρτα. εκπλήσσεται καθώς βλέπει την Αφροδίτη
«χαίρεται»
«δεν πρόκειται να βγούμε το βράδυ, απλώς ξέχασε το»
Λέει βιαστικά, κάνοντας την Αφροδίτη να αφήσει ένα αμήχανο γελάκι
«βασικά... δεν ήρθα για αυτό»
Ο Στέφανος παραξενεύεται καθώς ακούει τα λόγια της
«τότε;»
Ρωτάει και παρακολουθεί την μελαχρινή κοπέλα να διστάζει για λίγο
«έμαθα ότι μαλώσατε με την Δήμητρα»
Το πρόσωπο του αγοριού τσιτώνεται καθώς ακούει το όνομα της
«σου είπε τίποτα;»
«έλα ρε Στέφανε! Και εγώ και ο Σπύρος είδαμε το βλέμμα που της έριξες στο μπαράκι»
Ο Στέφανος αισθάνεται ανακούφιση καθώς ακούει την απάντηση της
«ωραία, και τι ήρθες να κάνεις τώρα εσύ εδώ; τον μεσολαβητή;»
«κάτι τέτοιο. Μπορώ να περάσω;»
Ο Στέφανος φαίνεται να το σκέφτεται για λίγο, ώσπου τελικά κουνάει αρνητικά το κεφάλι του
«όχι»
Λέει και η Αφροδίτη τον προσπερνά, χτυπώντας τον στον ώμο
«τι κάνεις τώρα γαμώτο σου;»
Γρυλίζει καθώς κλείνει με δύναμη την πόρτα
«της μίλησες για αυτό που είχε γίνει τότε;»
Το αγόρι εκπλήσσεται από το ερώτημα της, ώσπου τελικά σκάει ένα ειρωνικό χαμόγελο
«πως σου ρθε τώρα αυτό;»
«απάντησε μου γαμώτο!»
Αποκρίνεται σχεδόν φωναχτά. Ο Στέφανος περνάει το χέρι από τα ατημέλητα, καστανά μαλλιά του. Φαινόταν τόσο άνετος, τόσο αναίσθητος, που πραγματικά εκνεύριζε την Αφροδίτη
«δεν υπάρχει λόγος να της το πω. Εξάλλου είχαμε συμφωνήσει να μην το μάθει ποτέ κανείς, σωστά;»
Την ρωτά με υπεροπτικό ύφος. Η Αφροδίτη νιώθει τον θυμό να την κυριεύει
«εάν μάθει κάτι η Δήμητρα η ο Σπύρος, τότε-»
«σαν τι να μάθουν; ότι πριν από έναν χρόνο πηδιόσουν μαζί μου; με τον παιδικό σου φίλο, τον οποίο τύχαινε να γουστάρει και η κολλητή σου;»
Το αγόρι φαινόταν να είχε ξεφύγει από τα όρια. Η κοπέλα από την άλλη ένιωθε τις ενοχές να ξυπνούν μέσα της, και να την στοιχειώνουν
«σταμάτα»
«γιατί να σταματήσω; αφού σου άρεσε....»
Λέει ενώ την πλησιάζει με αργά βήματα. Η κοπέλα μένει ακίνητη στην θέση της, λες και είναι άγαλμα
«μήπως πρέπει να φρεσκάρω λίγο την μνήμη σου γλυκούλα μου;»
Προσθέτει ψιθυριστά καθώς τα χείλη του πλησιάζουν επικίνδυνα τα δικά της
«σταμάτα, σε παρακαλώ»
«χμμ, μάλλον πρέπει όντως να σου φρεσκάρω την μνήμη»
Λέει καθώς την αρπάζει στην αγκαλιά του και ορμάει στα χείλη της. Η Αφροδίτη δεν αντιστέκεται, αφήνει το κορμί της να υποταχθεί σε μια σκοτεινή της επιθυμία. Η Δήμητρα ήξερε κάτι σημαντικό για τον Στέφανο, αλλά δεν γνώριζε το πιο θανάσιμο του μυστικό. Αυτό το μυστικό θα διέλυε για πάντα αυτή την παρέα. Η Αφροδίτη το ήξερε καλά, το ίδιο και ο Στέφανος. Όμως ο Στέφανος αδιαφορούσε για το αν θα πλήγωνε δύο από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα.
YOU ARE READING
Επίγειος Θεός
Non-Fiction«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»