Το απόγευμα, οι δύο γυναίκες πηγαίνουν επάνω, στο μοναστήρι. Η Φανή παρκάρει το αμάξι και βγαίνουν έξω
«έλα, ας πάρουμε τις σακούλες»
Λέει καθώς ανοίγει το πορτ παγκάζ. Η Δήμητρα πηγαίνει γρήγορα δίπλα της, για να πάρει τις πιο βαριές σακούλες. Έπειτα μπαίνουν μέσα στο μοναστήρι. Σήμερα είχε αρκετό κόσμο. Η φωνή ενός μοναχού ακούγεται από τα μεγάφωνα καθώς ψέλνει. Εντελώς στα ξαφνικά, η Δήμητρα νιώθει έναν κόμπο να δένεται χαμηλά στο στομάχι της. Δεν γνώριζε τον λόγο, αλλά ένιωθε ανήσυχη, λες και κάποιος της το προκαλούσε αυτό. Περπατούν προς την είσοδο της εκκλησίας, ώσπου πετυχαίνουν τον πατέρα Ιωάννη
«γειά σου πάτερ Ιωάννη»
Λέει η Φανή και φιλάει το χέρι του. Ο πενηντάχρονος άντρας με τα γκρίζα γένια, της χαμογελά εγκάρδια
«καλώς την Φανή. Βλέπω έφερες και την κόρη μαζί»
Αμέσως η Δήμητρα τον πλησιάζει για να του φιλήσει το χέρι
«την ευλογία σας πάτερ»
Λέει σχεδόν ψιθυριστά η νεαρή κοπέλα. Ο πατέρας Ιωάννης δεν χάνει στιγμή το χαμόγελο από τα χείλη του
«Φανή, πρέπει να ομολογήσω πως η κόρη σου ξεπέρασε και σένα στις αγιογραφίες»
Αποκρίνεται, κάνοντας τις δύο γυναίκες να χαμογελάσουν η μία στην άλλη. Εκείνη την στιγμή, η Δήμητρα παρατηρεί πως εκείνος ο άντρας, ο πατέρας Νικηφόρος, ερχόταν με αργά βήματα προς το μέρος τους. Αυτόματα νιώθει την ανάσα να σκαλώνει στον λαιμό της, και το στόμα της να ξερένετε. Αυτός ο άντρας φαινόταν πολύ νέος για να βρίσκεται εδώ μέσα, τουλάχιστον αυτό πίστευε η Δήμητρα. Για πρώτη φορά, η νεαρή κοπέλα αντίκριζε κάτι το διαφορετικό. Ο πατέρας Νικηφόρος φαινόταν ένας απλός άντρας. Τα κοντά μαύρα μαλλιά του έπεφταν πάνω στο μέτωπο του, τα γένια του κάλυπταν σχεδόν τα πάντα στο πρόσωπο του, όμως τα χείλη του φαινόντουσαν σαν απαγορευμένος καρπός. Ασυναίσθητα η Δήμητρα άρχισε να σκέφτεται: άραγε πόσο απαλά είναι αυτά τα χείλη;
«καλησπέρα σας»
Τώρα ο πάτερ Νικηφόρος στεκόταν δίπλα στον πατέρα Ιωάννη. Αμέσως η Δήμητρα χαμηλώνει το βλέμμα της στο έδαφος, ενώ παράλληλα ένα κοκκίνισμα ντροπής απλώνεται αργά στα μάγουλα της. Οι σκέψεις της ήταν αμαρτωλές, το γνώριζε καλά. Βαθιά μέσα της πίστευε πως ίσως ο πατέρας Νικηφόρος μπορούσε να την ακούσει, η έστω να την καταλάβει. Ένιωθε ένοχη για αυτές της τις σκέψεις, όμως το μυαλό δεν έχει όρια, δεν μπορείς να του επιβληθείς
«γειά σου αδελφέ Νικηφόρε. Μείνε λίγο μαζί με την Δήμητρα, να της κάνεις παρέα όσο εμείς θα μιλάμε με την κυρά Φανή»
«μάλιστα»
Αποκρίνεται υπάκουα ο πάτερ Νικηφόρος. Οι δύο σχετικά μεγάλοι άνθρωποι, απομακρύνονται σιγά σιγά, αφήνοντας την Δήμητρα μόνη μαζί με τον Νικηφόρο. Η νεαρή κοπέλα σηκώνει δειλά το κεφάλι για να αντικρίσει ξανά το πρόσωπο του. Φαινόταν τόσο αγνός, τόσο γαλήνιος, αλλά και τόσο ταλαιπωρημένος. Η εικόνα του θα μπορούσε να μοιάζει με ενός Αγίου. Αυτή η προσομοίωση φαινόταν πολύ ταιριαστή στην Δήμητρα
«άφησε με να σε βοηθήσω»
Λέει ο σχετικά νέος άντρας καθώς κάνει κίνηση να πάρει τις σακούλες από τα χέρια της κοπέλας. Εκείνη δεν αντιδρά, απλώς μένει παγωμένη στην θέση της, να τον κοιτάζει σαν χαμένη
«καλύτερα να τα αφήσουμε κάπου»
Προσθέτει ο άντρας, έχοντας ένα δειλό χαμόγελο στα χείλη του. Η Δήμητρα κουνάει έντονα το κεφάλι, προσπαθώντας να συνεφέρει τον εαυτό της
«ακολούθησε με»
Αποκρίνεται ο Νικηφόρος και εκείνη απλά τον υπακούει. Τον ακολουθεί ως την κουζίνα, και τον παρακολουθεί να αφήνει τις σακούλες πάνω στο τραπέζι
«για πες Δήμητρα, σου αρέσει το μοναστήρι;»
Ρωτάει καθώς τα σκούρα καστανά του μάτια υψώνονται στο πρόσωπο της. Η κοπέλα φαινόταν νευρική. Δεν ήξερε πως έπρεπε να του απαντήσει, φοβόταν μήπως έκανε κάποιο λάθος στην πρόταση της, μήπως πει κάτι που θα τον προσβάλει. Ένιωθε πως πλέον είχε χάσει την ικανότητα να σκεφτεί, η πόσο μάλλον να αρθρώσει μία λέξη
«δεν χρειάζεται να αισθάνεσαι αμήχανα Δήμητρα, μπορείς να μου μιλάς ελεύθερα»
Προσθέτει ο άντρας, μιας και έχει παρατηρήσει την νευρικότητα της νεαρής κοπέλας
«να σας πω την αλήθεια... τόσα χρόνια δεν είχα έρθει. Ήξερα τον πάτερ Ιωάννη, αλλά... δεν έτυχε να έρθω προς τα εδώ»
Αποκρίνεται με ειλικρίνεια. Ο Νικηφόρος χαμογελά σχεδόν γλυκά, λες και άκουσε κάτι που τον ευχαρίστησε. Η Δήμητρα νιώθει την καρδιά της να φτερουγίζει μπροστά σε αυτό το θέαμα
«θέλεις να πάμε μια βόλτα;»
Η πρόταση του την βρίσκει απροετοίμαστη. Αμέσως περνάει μια τούφα που έχει ξεφύγει, πίσω από το αυτί της
«βε βέβαια»
Τραυλίζει και προς έκπληξη της, το χαμόγελο του γίνεται μεγαλύτερο
«πάμε»
Λέει και ξεκινούν να περπατούν στο σκαλιστό, πέτρινο δρομάκι. Για μερικά λεπτά, είναι και οι δύο σιωπηλοί, κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού, εκτός από τον άλλον. Η Δήμητρα ένιωθε ενθουσιασμό για αυτόν τον άντρα, παρόλα που δεν θα πρεπε. Πολύ διστακτικά, στρέφει το βλέμμα της επάνω του. Ήθελε να τον παρατηρήσει λίγο ακόμα, να αποτυπώσει την κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του μέσα στο μυαλό του. Πριν δεν το είχε παρατηρήσει, αλλά τώρα φαινόταν καθαρά. Στα γένια του υπήρχαν μερικές γκρίζες τρίχες, το ίδιο και στα μαλλιά του. Η νεαρή κοπέλα κατσουφιάζει, καθώς χιλιάδες σκέψεις περνούν από το κεφάλι της. Άραγε, τι σε έκανε να έρθεις εδώ; για ποιον λόγο βρίσκεσαι εδώ;
«λοιπόν Δήμητρα, σπουδάζεις πουθενά;»
«όχι. Με το που βγήκα από το σχολείο, άρχισα να δουλεύω στο σούπερ μάρκετ του χωριού. Μέχρι που αποφάσισα να ασχοληθώ ολοκληρωτικά με τις αγιογραφίες»
Ο Νικηφόρος στρέφει το βλέμμα του επάνω της, νιώθοντας μια μικρή τσιμπιά περηφάνιας για αυτό το κορίτσι
«σου αρέσει να ζωγραφίζεις λοιπόν»
Η νεαρή κοπέλα χαμογελά με την παρατήρηση του πάτερ
«απλώς μου αρέσουν οι αγιογραφίες»
«μπράβο σου. Σπάνια βλέπω κοπέλες στην ηλικία σου να ασχολούνται με τις αγιογραφίες»
Η Δήμητρα νιώθει ένα κοκκίνισμα να βάφει τα μάγουλα της
«βασικά, η μητέρα μου με ώθησε να το ξεκινήσω. Εκείνη ήταν η δασκάλα μου»
Ο Νικηφόρος διακρίνει μια νότα περηφάνιας στην φωνή της κοπέλας. Ασυναίσθητα ένα θλιμμένο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του
«άρα αυτό είναι κάτι σαν κληρονομιά, η καλύτερα σαν χάρισμα»
Η Δήμητρα μένει άφωνη καθώς ακούει τα λόγια του πάτερ. Πρώτη φορά ένας άντρας της μιλούσε τόσο όμορφα
«χάρισμα»
Επαναλαμβάνει μηχανικά, κάνοντας τον Νικηφόρο να αφήσει ένα εύθυμο ρουθούνισμα
«ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του χάρισμα»
Αποκρίνεται και η Δήμητρα σταματά τα βήματα της
«και ποιο είναι το δικό σας;»
Ο Νικηφόρος την μιμείται και σταματά. Το βλέμμα του υψώνεται αργά στο πρόσωπο της. Τώρα φαινόταν σκεπτικός, ίσως και προβληματισμένος από το ερώτημα της νεαρής κοπέλας
«ίσως να-»
«Δήμητρα!»
Η φωνή της Φανής κόβει την πρόταση του Νικηφόρου πριν καν την ξεκινήσει. Ένα αυθόρμητο χαμόγελο ανακούφισης σχηματίζεται στα χείλη του
«με συγχωρείτε, πρέπει να πηγαίνω»
Αποκρίνεται η κοπέλα, νιώθοντας την απογοήτευση να την κατακλύζει. Πάνω που θα μάθαινα κάτι για αυτόν τον άντρα. Κάνει μεταβολή και κάνει τα δύο πρώτα βήματα
«Δήμητρα;»
Όμως η φωνή του την κάνει να σταματήσει κάπως απότομα. Αμέσως γυρίζει το κεφάλι για να τον κοιτάξει
«ναι, πάτερ;»
«ελπίζω να ξανάρθεις»
Της λέει με μια δόση ελπίδας στον τόνο της φωνής του. Η νεαρή κοπέλα του χαμογελά συνεσταλμένα. Χωρίς να απαντήσει κάτι, προχωρά προς το μέρος όπου βρίσκεται η μητέρα της μαζί με τον πατέρα Ιωάννη. Οι μοίρες έχουν απλώσει το υφαντό τους. Το παιχνίδι του έρωτα έχει αρχίσει να γεννιέται μέσα στις καρδιές των δύο νέων. Μπορεί να μην το καταλαβαίνουν οι ίδιοι, όμως ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος και ο καλύτερος παρατηρητής.
ESTÁS LEYENDO
Επίγειος Θεός
No Ficción«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»