Κολλητή

616 47 1
                                    

Το ίδιο απόγευμα, η Δήμητρα βρίσκεται στο εργαστήριο της, στην μικρή αποθήκη του σπιτιού της. Το μολύβι βρίσκεται στα χέρια της, ένα μεγάλο λευκό χαρτί βρίσκεται απλωμένο μπροστά της, όμως το μυαλό της δεν κατέβαζε καμία ιδέα. Ήταν ακόμη κολλημένη στα χθεσινά γεγονότα, και στα λόγια που αντάλλαξαν με τον πάτερ Νικηφόρο. Ακόμη δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το βλέμμα που της έριξε λίγο πριν τρέξει μακριά από το μικρό δωμάτιο. Για πρώτη φορά την κοίταξε με τρυφερότητα, έστω κι αν ήταν φευγαλέο. Η πόρτα της αποθήκης ανοίγει απότομα, κάνοντας την νεαρή κοπέλα να τιναχτεί από την θέση της
«Δήμητρα; α! εδώ είσαι»
«θέλεις να με στείλεις από καρδιά, δεν εξηγείται αλλιώς»
Αποκρίνεται σχεδόν πειραχτικά η κοπέλα, κάνοντας την Φανή να γελάσει
«μέσα στην υπερβολή»
Λέει καθώς την πλησιάζει με αργά βήματα
«τι κάνεις εκεί;»
Την ρωτάει και η Δήμητρα ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους της
«τίποτα»
Απαντάει καθώς αφήνει το μολύβι της κάτω
«ε τότε έλα έξω να με βοηθήσεις»
«άσε με βρε μαμά, δεν έχω όρεξη»
Λέει ενώ σηκώνεται από την θέση της
«τις τελευταίες μέρες δεν έχεις καθόλου όρεξη»
Παρατηρεί, κάνοντας την Δήμητρα να κοκαλώσει για λίγο
«τι σου συμβαίνει;»
«τίποτα μαμά, μην ανησυχείς»
Της απαντά ενώ περπατά προς την είσοδο της αποθήκης
«μπας και είσαι ερωτευμένη;»
Η κοπέλα γυρίζει απότομα από την άλλη για να κοιτάξει την μητέρα της στα μάτια
«τι λες τώρα ρε μαμά; τι ερωτευμένη;»
Λέει ενώ κάνει να την προσπεράσει, όμως το χέρι της Φανής την σταματάει
«καλά παιδί μου, μια ερώτηση έκανα»
Αποκρίνεται, παριστάνοντας τώρα την αδιάφορη. Η Δήμητρα κοιτάζει το πρόσωπο της μητέρας της, αλλά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το βλέμμα της χαμηλώνει στο πάτωμα από ντροπή. Τη φοβόταν την μάνα της, πίστευε ότι με μια ματιά μπορούσε να την καταλάβει, να την διαβάσει. Με αργά βήματα, προχωρά προς το λευκό χαρτί που έχει αφημένο πάνω στο γραφείο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, η αγωνία κυλούσε στις φλέβες της, σαν δηλητήριο που ήταν έτοιμο να την σκοτώσει
«πήρε τηλέφωνο η Αφροδίτη»
Η Δήμητρα παγώνει καθώς ακούει την ανακοίνωση της μάνας της
«και τι σου είπε;»
«ότι θα έρθει σε λίγο να σε δει»
Η Δήμητρα κατσουφιάζει
«και γιατί δεν κάλεσε εμένα;»
Ρωτάει το αυτονόητο. Η Φανή κοιτάζει με υπεροπτικό ύφος την κόρη της
«ίσως επειδή είσαι πολύ αφηρημένη»
Απαντάει ενώ σηκώνει το χέρι, για να της δείξει το τηλέφωνο της. Η Δήμητρα σαστίζει
«να πάρει»
Αποκρίνεται η κοπέλα καθώς παίρνει την συσκευή από τα χέρια της μητέρας της. Έπειτα το ανοίγει για να κοιτάξει τις ειδοποιήσεις. Η Αφροδίτη την είχε πάρει τουλάχιστον πέντε φορές τηλέφωνο, και της είχε στείλει αρκετά μηνύματα. Για μια στιγμή ένιωθε ενοχές που η κολλητή της την έψαχνε. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ μεταξύ τους, πάντοτε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο βρισκόντουσαν σε συνεχή επαφή. Όμως αυτή η φιλία φαινόταν να καταρρέει σιγά σιγά. Όχι, η Δήμητρα δεν θα το επέτρεπε, δεν ήθελε να διαλυθεί αυτή η φιλία. Με σβέλτα δάχτυλα, ψάχνει την επαφή της για να την καλέσει. Μόλις ακουμπάει τη συσκευή στο αυτί της, η Φανή βγαίνει έξω από την αποθήκη. Είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την κόρη της, αλλά δεν φανταζόταν τον πραγματικό λόγο. Η Δήμητρα περιμένει για μερικά λεπτά, ώσπου τελικά ακούει την φωνή της κολλητής της από την άλλη γραμμή
«παρακαλώ;»
«έλα, που είσαι;»
Την ρωτά αμέσως η Δήμητρα. Η κοπέλα από την άλλη γραμμή μένει για μερικά λεπτά σιωπηλή, σχεδόν έκπληκτη από το τηλεφώνημα της κολλητής της
«σπίτι είμαι, και... είπα να σου προτείνω να πάμε για καμιά βόλτα, οι δυο μας»
Η πρόταση της Αφροδίτης ακουγόταν πολύ δελεαστική για την Δήμητρα. Δεν χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να το σκεφτεί.

Επίγειος ΘεόςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora