Συνάντηση

615 54 2
                                    

Το ίδιο βράδυ, τα δύο κορίτσια βρίσκονται στο δωμάτιο της Αφροδίτης, ξαπλωμένες πάνω στο μονό κρεβάτι. Η συζήτηση τους βγήκε προς τα αγόρια, όμως αυτή την φορά ήταν σκόπιμο από την Αφροδίτη. Ήθελε να προσανατολίσει την κολλητή της προς την κατεύθυνση του Στέφανου, πίστευε πως αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να την σώσει από το αδιέξοδο στο οποίο μπλέχτηκε
«πρέπει να κανονίσουμε να βγούμε ένα από αυτά τα βράδια για ποτό με τα παιδιά»
«μμμ, τώρα που το είπες, πως πάει με τον Σπύρο;»
Ρωτάει η Δήμητρα, προκαλώντας ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη της Αφροδίτης
«κάθε μέρα όλο και καλύτερα. Καλά, απορώ πως δεν τον είχα καπαρώσει τόσο καιρό»
Η Δήμητρα κουνάει κοροϊδευτικά το κεφάλι της
«τόσο καιρό του έριξες του κόσμου τα άκυρα, και τώρα...»
Κόβει την πρόταση της, αφήνοντας τα υπονοούμενα να αιωρούνται. Η Αφροδίτη την λοξοκοιτάζει
«όλοι κάνουμε λάθη»
Αποκρίνεται ενώ σηκώνεται από το κρεβάτι για να πλησιάσει την πόρτα του δωματίου
«να φέρω καμιά φέτα καρπούζι;»
Ρωτάει και η Δήμητρα χαχανίζει
«φέρε»
Της απαντά και η Αφροδίτη της χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο πριν βγει από το δωμάτιο. Εκείνη την στιγμή ακούγεται το τηλέφωνο της Δήμητρας. Για μια στιγμή παραξενεύεται, μιας και η ώρα είναι περασμένες δέκα. Παίρνει την συσκευή στα χέρια της ώστε να κοιτάξει την οθόνη. Τα μάτια της γουρλώνουν από το σοκ καθώς βλέπει το όνομα του. Ρίχνει μία σύντομη ματιά τριγύρω, για να σιγουρευτεί πως δεν την ακούει κανείς, έπειτα ακουμπάει το ακουστικό στο αυτί της
«παρακαλώ;»
«γειά σου Δήμητρα»
Η φωνή του ακούγεται ζεστή, σχεδόν τρυφερή. Η καρδιά της Δήμητρας λιώνει
«καλησπέρα»
«ξέρεις... ήθελα να μιλήσουμε για τις προάλλες...»
Η Δήμητρα κοκαλώνει μόλις ακούει την πρόταση του
«θα... μπορέσεις να έρθεις; μία από αυτές τις ημέρες, οποία σε βολεύει»
Την ρωτά διστακτικά, λες και πρόκειται να κανονίσει κάποιο ερωτικό ραντεβού. Η Δήμητρα τρίβει το μέτωπο της, κοιτάζοντας επίμονα την πόρτα. Είχε μπει σε δίλημμα. Ήξερε πως αν τον έβλεπε, θα της ήταν ακόμη πιο δύσκολο να φύγει από κοντά του. Αλλά δεν μπορούσε κιόλας να του αρνηθεί. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή από χαρά, και μόνο στην σκέψη ότι θα τον ξαναδεί. Ξαφνικά ακούγονται βήματα από την σκάλα, γρήγορα βήματα. Αυτόματα η Δήμητρα πετάγεται από το κρεβάτι σαν ελατήριο
«θα έρθω αύριο το απόγευμα, καληνύχτα»
Λέει βιαστικά και το κλείνει, πριν καν προλάβει να της πει έστω και μισή κουβέντα. Η Δήμητρα με σβέλτα δάχτυλα, διαγραφεί τον αριθμό του από το ιστορικό των κλήσεων της. Φοβόταν μήπως η Αφροδίτη δει κάτι. Δεν έπρεπε να μάθει, αν και θα της ήταν πολύ δύσκολο να βρει μια δικαιολογία ώστε να ξεφύγει από την επίμονη κολλητή της. Η πόρτα ανοίγει, και η Αφροδίτη μπαίνει στο δωμάτιο, κρατώντας έναν δίσκο με μερικές φέτες καρπούζι
«τι συμβαίνει;»
Ρωτά, καθώς βλέπει την αναστάτωση της. Η Δήμητρα της χαρίζει ένα νευρικό χαμόγελο
«τίποτα, σαν τι να συμβαίνει;»
Η απάντηση της φαίνεται ύποπτη για την Αφροδίτη, αλλά αποφασίζει να μην το σχολιάσει
«τέλος πάντων, έλα να φάμε»
Λέει καθώς ακουμπάει τον δίσκο στο κρεβάτι. Η Δήμητρα κρατάει το κεφάλι της χαμηλά, θέλοντας να αποφύγει την οπτική επαφή με την κολλητή της. Αισθανόταν ντροπή για τον εαυτό της, για την αυριανή συνάντηση με τον Νικηφόρο, για το ότι έλεγε ψέμματα στην κολλητή της, σε όλους. Πράγματι είχε αλλάξει, δεν ήταν πια η Δήμητρα που ήξερε παλιά, η αθώα, η απλή και οργανωμένη Δήμητρα. Όλα είχαν έρθει τα πάνω κάτω, και η κοπέλα δεν μπορούσε να το αλλάξει. Ήταν πλήρως εγκλωβισμένη σε μια αρρωστημένη - όπως έλεγε και η Αφροδίτη - κατάσταση. Την ίδια στιγμή στο μοναστήρι, ο Νικηφόρος στέκεται μπροστά από το μικρό παράθυρο του δωματίου του, κοιτάζοντας ψηλά στα αστέρια. Ο ουρανός απόψε ήταν καθαρός, χωρίς κανένα ίχνος από σύννεφα. Στο χέρι του κρατούσε σφιχτά το κομποσχοίνι του, και το χάιδευε αφηρημένα με τον αντίχειρα του. Η απόφαση του να τηλεφωνήσει στην Δήμητρα, ήταν εντελώς αυθόρμητη, όμως ήταν αυτό που ήθελε η καρδιά του. Τόσα χρόνια σκεφτόταν με το μυαλό, και όχι με τα συναισθήματα. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να τα αγνοήσει, δεν μπορούσε να ελέγξει την καρδιά του. Αφήνει μια ανάσα και περπατά προς το μονό κρεβάτι. Ξαπλώνει πάνω από τα σκεπάσματα, κοιτάζοντας το ταβάνι του δωματίου του. Αύριο θα την έβλεπε ξανά. Η ανάσα του κοβόταν και μόνο στην ιδέα ότι θα την κοιτούσε ξανά μέσα στα μάτια, ότι θα την άγγιζε, έστω και φευγαλέα. Κλείνει τα μάτια και η φαντασία του την πλάθει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Τώρα η εικόνα της βρισκόταν μπροστά του, το πρόσωπο της, τα μάτια της, το χαμόγελο της, εκείνο το ντροπαλό κοκκίνισμα στα μάγουλα της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, θέλοντας να ηρεμήσει τον εαυτό του. Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.

Επίγειος ΘεόςWhere stories live. Discover now