Αυτό που ζητάς δεν γίνεται

679 57 9
                                    

Το μεσημέρι, κατά της μία, ο Νικηφόρος επιστρέφει στο μοναστήρι. Η αγωνία του είχε φτάσει στο ζενίθ της. Αυτή την στιγμή κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, και προχωρά προς την είσοδο του μοναστηριού. Μόλις μπαίνει μέσα, βλέπει αρκετό κόσμο να βρίσκεται τριγύρω, όμως το βλέμμα του την εντοπίζει αμέσως. Στεκόταν κοντά στις τριανταφυλλιές, εκεί όπου του άρεσε να περνάει την ημέρα του, φροντίζοντας τα λουλούδια. Δεν υπάρχει επιστροφή Άλκη. Σκέφτεται καθώς παίρνει μια βαθιά ανάσα. Περπατά γρήγορα προς το μέρος της, έτοιμος για την κουβέντα που θα ακολουθήσει ανάμεσα τους
«έχουν αρχίσει να μεγαλώνουν»
Η Δήμητρα τινάζεται καθώς ακούει την φωνή του. Αμέσως γυρίζει το κεφάλι για να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο
«πάτερ Νικηφόρε!»
Αναφωνεί σοκαρισμένη. Ο νεαρός άντρας χαμογελά αχνά με την αντίδραση της
«καλησπέρα Δήμητρα»
«κα κα καλησπέρα»
Απαντά νευρικά. Ο Νικηφόρος κάνει ένα βήμα κοντά της, ώστε να αγγίξει με τα ακροδάχτυλα του τα πέταλα των λουλουδιών
«θέλουν λίγο πότισμα»
Λέει σχεδόν αφηρημένα. Η Δήμητρα τον κοιτάζει έντονα, με τα μάτια της να λάμπουν. Ήταν λες και έβλεπε κάτι πολύτιμο, κάτι που της έδινε ζωή
«χαίρομαι που γύρισες»
Του μιλά ψιθυριστά, αποκαλύπτοντας του το μυστικό της. Αμέσως τα σκούρα καστανά του μάτια στρέφονται επάνω της
«πάμε μέσα»
Λέει προσπαθώντας να αποφύγει αυτή την τόσο έντονη οπτική επαφή μεταξύ τους. Ξεκινά πρώτος για να μπει μέσα στο κτίριο, ενώ η Δήμητρα τον ακολουθεί από πίσω. Ο πατέρας Ιωάννης που στεκόταν στην είσοδο του μικρού ιερού, παρατηρούσε τους δύο νέους. Μπορεί να βρισκόταν λίγο μακριά, αλλά είχε καταλάβει πως κάτι υπήρχε ανάμεσα τους, κάτι έντονο, σαν μια αόρατη αύρα που τους έφερνε όλο και πιο κοντά. Μόλις τους βλέπει να μπαίνουν μέσα μαζί, κλείνει στιγμιαία τα μάτια του. Άρχισε να φοβάται για την σχέση αυτών των δύο. Ήξερε πως ο Νικηφόρος ήταν ένα ταλαιπωρημένο παιδί, πως ακόμη και τώρα, μετά από τόσα χρόνια που βρίσκεται στο μοναστήρι, παλεύει με τον εαυτό του. Και τώρα φοβόταν πως ίσως παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό της Δήμητρας. Οι δύο νέοι μπαίνουν μέσα στο μικρό δωμάτιο, εκεί όπου η Δήμητρα εξομολογήθηκε για πρώτη φορά. Ο Νικηφόρος κλείνει την πόρτα και γυρίζει από την άλλη για να την κοιτάξει ξανά κατάματα
«Δήμητρα, νομίζω ότι...»
Ξεκινά να μιλά, ενώ την πλησιάζει με αργά βήματα. Η κοπέλα στέκει σαν άγαλμα, με την καρδιά της να πάλλεται μέσα στο στήθος της
«έχεις παρεξηγήσει τις προθέσεις μου»
Αυτόματα τα μούτρα της πέφτουν καθώς νιώθει την απογοήτευση να την κατακλύζει
«ίσως να... αισθάνθηκες κάποιον ενθουσιασμό»
Προσθέτει ενώ τώρα στέκεται μπροστά της. Η Δήμητρα κουνάει αρνητικά το κεφάλι
«ενθουσιασμό;»
Επαναλαμβάνει η κοπέλα με δύσπιστο τόνο
«ναι Δήμητρα. Αυτή είναι η κατάλληλη λέξη για να το χαρακτηρίσω»
Αποκρίνεται με ήπιο τόνο, σαν να μιλάει σε ένα παιδί που δεν μπορεί να τον καταβάλει. Η Δήμητρα ρουθουνίζει ειρωνικά
«δεν είναι ενθουσιασμός πάτερ, αντιθέτως είναι κάτι... πολύ αληθινό, πολύ αγνό»
Ο Νικηφόρος κλείνει στιγμιαία τα μάτια του
«τι προσπαθείς να μου πεις;»
Κατά βάθος ήξερε τι ήθελε η Δήμητρα, αλλά φοβόταν να το παραδεχτεί στον εαυτό του, ακόμη και να το ακούσει από τα χείλη της. Η Δήμητρα κάνει ένα βήμα ώστε να βρεθεί ακόμα πιο κοντά του. Η ανάσα της έχει γίνει ρηχή, τα πόδια της τρέμουν από την αδρεναλίνη. Πλέον έφτασε η στιγμή να ανοίξει τα χαρτιά της, δεν μπορούσε να κρυφτεί πια
«προσπαθώ να σας πω πως εγώ... από τότε που σας γνώρισα... αισθάνομαι κάτι.....»
Τα σκούρα καστανά του μάτια ανοίγουν για να στραφούν στα δικά της. Όμως αυτή η οπτική επαφή την δυσκολεύει ακόμη περισσότερο στο να του μιλήσει
«κάτι παράξενα όμορφο»
Προσθέτει σχεδόν ψιθυριστά. Ο Νικηφόρος κουνάει αρνητικά το κεφάλι του
«όμως αυτό που αισθάνεσαι Δήμητρα είναι λάθος»
«το ξέρω. Το ξέρω ότι είναι, και δεν φαντάζεσαι πόσο πάλεψα για να πνίξω αυτό το συναίσθημα»
Η φωνή της πλέον ακούγεται σιγανή, σχεδόν σπασμένη από τα δάκρυα που απειλούν να έρθουν στην επιφάνεια. Ο Νικηφόρος χαμηλώνει το βλέμμα του στο πάτωμα, θέλοντας να αποφύγει την οπτική επαφή μαζί της
«μου είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό Νικηφόρε»
Προσθέτει καθώς το πρόσωπο της πλησιάζει το δικό του. Αυτόματα ο Νικηφόρος κάνει ένα βήμα πίσω, ώστε να την αποφύγει
«μη συνεχίζεις, σε παρακαλώ»
Τη διατάζει με ήπια αλλά σταθερή φωνή. Η κοπέλα παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει
«εσύ; εσύ δεν αισθάνεσαι κάτι για εμένα;»
Ήταν απελπισμένη πλέον, ήταν σαν να ζητιάνευε έστω και ένα μικρό ψίχουλο από τα συναισθήματα του. Ο Νικηφόρος στέκει ακίνητος, σχεδόν άκαμπτος, με το μυαλό του να παλεύει να κερδίσει μια ήδη χαμένη μάχη
«φυσικά και αισθάνομαι Δήμητρα. Αισθάνομαι αγάπη, στοργή, όπως και για όλους τους ανθρώπους»
Λέει με φωνή που τρέμει. Ναι, τον επηρέαζε. Μπορούσε να τον καταλάβει, λες και ήταν μια ψυχή σε δύο σώματα
«εγώ όμως σου μιλάω για έρωτα Νικηφόρε, όχι για απλή στοργή»
Αποκρίνεται η κοπέλα, κοιτάζοντας τον έντονα. Μπορεί πριν να ένιωθε ντροπή, αλλά τώρα ήταν σίγουρη. Ήθελε να βγάλει αυτό το μυστικό από μέσα της, να το μοιραστεί μαζί του, να ξέρει
«λυπάμαι Δήμητρα, αλλά αυτό που θέλεις... δεν γίνεται»
Λέει με μια νότα απογοήτευσης στον τόνο της φωνής του. Η Δήμητρα νιώθει την θλίψη να τυλίγει την καρδιά της, σαν ένα σκοτεινό πέπλο. Παρόλα αυτά όμως δεν ένιωθε χαμένη. Μέσα της είχε ελπίδες ότι θα μπορέσει να τον καταφέρει, να του δείξει πως αυτό που αισθάνεται είναι απολύτως αγνό. Το πρόσωπο της πλησιάζει ξανά το δικό του, αυτή την φορά πιο αργά. Ο Νικηφόρος σκέφτεται να απομακρυνθεί, όμως το σώμα του δεν τον υπακούει. Τα χείλη της πλησιάζουν τα δικά του, αλλά δεν κάνει καμία κίνηση για να τα φιλήσει, απλώς μένει εκεί, να κοιτάζει κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του, όπως ένας καλλιτέχνης που θαυμάζει το αριστούργημα του
«συγγνώμη»
Ψιθυρίζει η κοπέλα και έπειτα βγαίνει τρέχοντας από το μικρό δωμάτιο. Ο Νικηφόρος κλείνει τα μάτια ενώ παράλληλα παίρνει μια βαθιά ανάσα. Τόση ώρα δεν είχε καταλάβει ότι κρατούσε την αναπνοή του. Για μια στιγμή φοβήθηκε. Είχε πολλά χρόνια να αγγίξει γυναικεία χείλη. Όμως κάτι βαθιά μέσα του, κάτι σκοτεινό, ήθελε να το κάνει, να αγγίξει τα χείλη της, να τα γευτεί με πάθος, όπως ένας ναρκομανής που επιζητά σαν τρελός την δόση του. Τα χέρια του ακουμπούν στην καρέκλα, θέλοντας να στηρίξει το σώμα του, το οποίο του φαινόταν βαρύ πλέον. Δεν θα ξέφευγε εύκολα από αυτή την ιστορία. Μπορεί να μην το καταλάβαινε, αλλά και εκείνος ένιωθε κάτι ξεχωριστό για εκείνη, κάτι όμορφο αλλά και απαγορευμένο συγχρόνως.

Επίγειος ΘεόςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora