Το ίδιο βράδυ, η Δήμητρα βρίσκεται στο σπίτι της μαζί με την κολλητή της. Η Δήμητρα βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χαμένη μέσα στις σκέψεις της, ενώ η Αφροδίτη φλυαρεί ακατάπαυστα
«νομίζω πως απόψε πρέπει να ντυθούμε απλά. Ας πούμε αυτό το φόρεμα είναι υπέροχο, γιατί δεν το φοράς πιο συχνά;»
Λέει ενώ γυρίζει το κεφάλι για να κοιτάξει την κολλητή της. Η Δήμητρα όμως δεν αντιδρούσε, ούτε καν την άκουγε
«γη καλεί Δήμητρα»
Αμέσως η κοπέλα με τα σκούρα καστανά μαλλιά, υψώνει το βλέμμα στο πρόσωπο της κολλητής της
«ε; τι;»
Η Αφροδίτη ξεφυσά
«τι σκέφτεσαι;»
Την ρωτάει ενώ τοποθετεί τα χέρια στους γοφούς της. Η Δήμητρα την διάβαζε καλά, ήξερε πως αυτή της η στάση σήμαινε ότι δεν θα γλύτωνε την ανάκριση
«βλακείες»
Απαντάει αδιάφορα και ανακάθεται στην θέση της
«Δήμητρα!»
Αποκρίνεται η μελαχρινή κοπέλα, σαν να την μαλώνει
«δεν έγινε κάτι, αλήθεια»
«μήπως τσακώθηκες με την μαμά σου;»
Ρωτάει διστακτικά. Η Δήμητρα κουνάει αρνητικά το κεφάλι
«τότε;»
«άστο σου λέω, δεν είναι κάτι»
Αποκρίνεται ενώ σηκώνεται από το κρεβάτι για να πλησιάσει την ντουλάπα της
«τι ρούχα θα βάλουμε;»
Ρωτάει, παριστάνοντας την αδιάφορη. Η Αφροδίτη την λοξοκοιτάζει, ώσπου τελικά ρουθουνίζει ειρωνικά
«πες μου τι έγινε ρε. Μη με κρατάς σε αγωνία»
«ωχού! απλά σήμερα πήγα στο μοναστήρι, εντάξει;»
Αποκρίνεται αγανακτισμένα, όμως η Αφροδίτη δεν φαινόταν να καταλαβαίνει
«ε και που είναι το περίεργο;»
Η Δήμητρα ξεφυσά
«ε αυτό λέω, δεν συνέβη τίποτα το περίεργο»
«και τότε γιατί είσαι σαν την μεγάλη Παρασκευή;»
Η Δήμητρα υψώνει το βλέμμα επάνω της, προσπαθώντας ίσως με κάποιο τρόπο να δείξει στην κολλητή της πως βρισκόταν σε προβληματισμούς. Από την ώρα που έφυγε από το μοναστήρι, εκείνος ο άντρας βρισκόταν συνεχώς μέσα στο μυαλό της. Τα λόγια του, η κορμοστασιά του, ο τρόπος που την κοιτούσε, που της μιλούσε. Φαινόταν ήρεμος αλλά και ταλαιπωρημένος ταυτόχρονα
«καλά είμαι»
Αποκρίνεται σχεδόν μηχανικά, θέλοντας να αποφύγει την συζήτηση. Η Αφροδίτη την παρακολουθεί να ψάχνει ανάμεσα στα ρούχα, σκεπτόμενη πως ίσως της συνέβη κάτι σοβαρό αλλά δεν ήθελε να το μοιραστεί μαζί της. Αυτή η σκέψη της δημιουργεί απογοήτευση. Από μικρές κάνανε παρέα, από μικρές τα έλεγαν όλα μεταξύ τους, και τώρα αυτή η παράδοση άρχισε να χαλάει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και έπειτα απλώνει τα χέρια για να την βοηθήσει.Μετά από μισή ώρα, οι τέσσερις νέοι καταλήγουν στην παραλία, κρατώντας μια σακούλα με μπύρες στα χέρια τους
«νομίζω πως απόψε.... είναι η πιο ρομαντική νύχτα που θα μπορούσε να υπάρξει»
Λέει ο Σπύρος ενώ κάθεται στην άμμο. Η Αφροδίτη, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, τρέχει για να καθίσει δίπλα του
«όντως είναι»
Αποκρίνεται, κοιτάζοντας τον γεμάτη νόημα. Ο Σπύρος της χαμογελά καθώς σκύβει αργά προς το πρόσωπό της για να φιλήσει τα χείλη της. Την ίδια στιγμή, η Δήμητρα μαζί με τον Στέφανο τους πλησιάζουν, κρατώντας την σακούλα με τις μπύρες
«όχι ότι θέλω να σας το χαλάσω, αλλά χρειαζόμαστε λίγη βοήθεια με αυτά»
Λέει ο Στέφανος, δείχνοντας τους την σακούλα που κρατά στα χέρια του. Οι δύο νέοι δεν του δίνουν σημασία, απλώς συνεχίζουν να φιλιούνται. Η Δήμητρα χαχανίζει
«άστους μωρέ, κρίμα είναι να τους το χαλάσουμε»
«ε τότε ας καθίσουμε αλλού»
Προτείνει ο Στέφανος, προκαλώντας έκπληξη στην Δήμητρα
«εμ, ξέρω γω... ας πάμε»
Αποκρίνεται κάπως μπερδεμένη η κοπέλα. Αφήνουν μερικές μπύρες στα παιδιά, και μετά πηγαίνουν λίγο πιο πέρα, ώστε να καθίσουν μόνοι τους
«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευτυχισμένος είναι ο Σπύρος»
Λέει κάνοντας την Δήμητρα να γελάσει
«τόσο καιρό την κυνηγά, καιρός ήταν»
«αλήθεια, εσύ πιστεύεις στον έρωτα;»
Η ερώτηση του την ξαφνιάζει
«νομίζω πως ναι. Μπορεί να μην τον έχω νιώσει, αλλά υποθέτω πως υπάρχει»
Απαντάει ενώ κάθονται μαζί στην άμμο, δίπλα δίπλα
«εσύ;»
Ρωτάει καθώς παίρνει μια παγωμένη μπύρα από την σακούλα. Ο Στέφανος ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του
«εγώ.... δεν ξέρω. Νομίζω πως ο έρωτας... είναι κάτι το φανταστικό, κάτι που διαβάζουμε μόνο στα βιβλία»
Τα λόγια του βάζουν σε προβληματισμούς την νεαρή κοπέλα
«άρα θεωρείς ότι δεν υπάρχει»
Ομολογεί το τελικό της συμπέρασμα. Ο Στέφανος ρουθουνίζει
«μπορεί και αυτό. Στο κάτω κάτω, για να πεις ότι κάτι υπάρχει, πρέπει να το έχεις δει με τα μάτια σου, σωστά;»
Λέει ενώ ανοίγει την μπύρα του
«πιστεύω πως αυτό.... δεν είναι απαραίτητο»
Αποκρίνεται η Δήμητρα, σχεδόν μουρμουριστά. Αυτόματα το βλέμμα του νεαρού αγοριού στρέφεται στο πρόσωπο της
«έπρεπε να περιμένω πως θα διαφωνούσες»
Λέει έχοντας ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη του. Η κοπέλα κατσουφιάζει
«γιατί;»
«επειδή ασχολείσαι με τις αγιογραφίες»
«και που κολλάει αυτό;»
«στην θρησκεία»
Απαντάει λιτά ο νεαρός, κάνοντας την Δήμητρα να νιώσει ένα κύμα αμηχανίας. Ασυναίσθητα, σε μια νευρική κίνηση, περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της
«αυτό σημαίνει ότι δεν πιστεύεις στον Θεό;»
«όχι, δεν πιστεύω»
«γιατί;»
Ρωτάει και ο Στέφανος ξεφυσά
«επειδή δεν με βοήθησε ποτέ»
Απαντάει λιτά και έπειτα πίνει μια μεγάλη γουλιά από την μπύρα του. Τα μάτια του πλέον έχουν σκοτεινιάσει. Οι αναμνήσεις περνούν αστραπιαία μπροστά του, σαν μια ταινία που θα ήθελε να διαγράψει από το μυαλό του. Ναι, ο Στέφανος ήταν ένα ταλαιπωρημένο παιδί, ένα παιδί που είχε χάσει τον στόχο του
«τέλος πάντων, ας αλλάξουμε θέμα»
Λέει ενώ πλησιάζει λίγο περισσότερο την Δήμητρα
«ναι, καλύτερα να αλλάξουμε θέμα»
Αποκρίνεται μηχανικά η κοπέλα, νιώθοντας κάπως άβολα με την κίνηση του. Τα καστανοπράσινα μάτια του την κοιτάζουν με μια κρυφή θέληση. Το μέτωπο του ενώνεται αργά με το δικό της
«είσαι πολύ όμορφη, το ξες;»
Λέει το αγόρι, προκαλώντας ένα κοκκίνισμα ντροπής στην Δήμητρα
«ειδικά έτσι όπως είσαι τώρα, με αυτά τα κόκκινα μάγουλα»
Συνεχίζει ενώ απλώνει το χέρι για να αγγίξει το μάγουλο της. Αυτόματα η Δήμητρα κλείνει τα μάτια, προσπαθώντας να αποφύγει το βλέμμα του. Είχε σκεφτεί χιλιάδες φορές το τι αίσθηση θα μπορούσε να έχει το δέρμα του επάνω στο δικό της, όμως τώρα που το ζούσε... κάτι είχε αλλάξει μέσα της, λες και δεν ένιωθε η ίδια Δήμητρα. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβει, τα χείλη του ενώνονται με τα δικά της, σε ένα απαλό φιλί. Η Δήμητρα σχεδόν δεν καταλάβαινε τι έκανε. Το μυαλό της είχε παραλύσει, το σώμα της είχε μουδιάσει από φόβο. Αμέσως τραβιέται, σταματώντας το φιλί
«τι συμβαίνει;»
Ρωτάει ο Στέφανος, νιώθοντας σοκαρισμένος από αυτή της την κίνηση
«τίποτα, απλά.... δεν ξέρω. Μου φάνηκε ξαφνικό όλο αυτό»
Απαντάει ενώ τρίβει το μέτωπο της. Ένιωθε παράξενα, ο φόβος είχε τυλίξει την καρδιά της σαν ένα σκοτεινό πέπλο. Πλέον ήταν ξεκάθαρο, αύριο θα πήγαινε στο μοναστήρι για να τον συναντήσει.
ESTÁS LEYENDO
Επίγειος Θεός
No Ficción«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»