Την επόμενη ημέρα, η Δήμητρα ξεκινά για το μοναστήρι, όπως ακριβώς το σχεδίασε. Παρκάρει το αυτοκίνητο και βγαίνει έξω. Για λίγο διστάζει να μπει μέσα στο μοναστήρι, αλλά η επιθυμία της να τον δει είναι μεγαλύτερη από κάθε φόβο και ανασφάλεια. Παίρνει μια βαθιά ανάσα θάρρους και προχωρά προς το μοναστήρι. Μόλις μπαίνει μέσα, βρίσκει τον πάτερ Ιωάννη να μιλά μαζί με κάποιους άλλους μοναχούς. Αμέσως πηγαίνει προς το μέρος τους
«πατέρα Ιωάννη;»
Αναφωνεί μόλις φτάνει κοντά του. Ο πενηντάχρονος άντρας με τα γκρίζα γένια στρέφει το βλέμμα του επάνω της
«καλώς την Δήμητρα»
«καλημέρα πάτερ»
Αποκρίνεται το κορίτσι και έπειτα του φιλάει το χέρι
«πως και τόσο νωρίς;»
«ήρθα για...»
Κάνει παύση ενώ κοιτάζει τριγύρω, μήπως και τον εντοπίσει
«ήρθα για τον πάτερ Νικηφόρο»
Λέει τελικά. Ο πάτερ Ιωάννης χαμογελά στραβά
«φροντίζει τα λουλούδια, αν πας προς τα αριστερά θα τον βρεις»
Απαντάει και η Δήμητρα του χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο
«πάω να τον βρω»
Σχεδόν μουρμουρίζει. Ο πάτερ Ιωάννης χαμογελά ακόμα περισσότερο καθώς βλέπει το νεαρό κορίτσι να τρέχει προς την πίσω αυλή. Αυτό του θύμισε μια παιδική εικόνα, όταν η Δήμητρα ήταν ακόμα παιδί και έτρεχε μέσα στο μοναστήρι. Η μητέρα της ερχόταν συχνά στο μοναστήρι, έφερνε πολλές αγιογραφίες, έκανε καλή δουλειά, ώσπου την ακολούθησε και η Δήμητρα σε αυτό το μονοπάτι. Μόλις φτάνει στην πίσω αυλή, βρίσκει τον Νικηφόρο γονατιστό μπροστά από τα λουλούδια. Μπορούσε να διακρίνει μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπο του καθώς άγγιζε με τα ακροδάχτυλα του τα πέταλα των λευκών τριαντάφυλλων. Η Δήμητρα τον πλησιάζει με αργά βήματα, ενώ το βλέμμα της είναι γεμάτο από θαυμασμό. Ναι, τον χάζευε, χάζευε τον τρόπο που χαμογελούσε, που άγγιζε τα λουλούδια. Ήταν απλές οι κινήσεις του, αλλά τόσο όμορφες, για τα μάτια της και μόνο
«καλημέρα»
Η φωνή της ακούγεται διστακτική. Αμέσως, ο νεαρός άντρας σηκώνεται όρθιος. Η Δήμητρα χάνει ένα καρδιοχτύπι
«καλήμερα...»
Αποκρίνεται έχοντας ένα χαμόγελο έκπληξης στα χείλη του
«αν σου πω ότι σε περίμενα, θα με πιστέψεις;»
Την ρωτά με εύθυμο τόνο. Η κοπέλα κοκκινίζει καθώς κατεβάζει το βλέμμα της στο έδαφος
«μάλλον ναι»
Αποκρίνεται ενώ περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της. Ο Νικηφόρος παρατηρεί την αμηχανία της και χαμογελά περισσότερο
«θέλεις να κάνουμε μια βόλτα;»
Αμέσως τα καστανά της μάτια στρέφονται ψηλά στο πρόσωπο του. Δεν του λέει κάτι, απλώς κουνάει καταφατικά το κεφάλι, δείχνοντας του ότι συμφωνεί με την πρόταση του
«έλα»
Λέει ο Νικηφόρος και ξεκινούν να περπατούν στους πέτρινους, σκαλιστούς δρόμους του μοναστηριού
«είναι όμορφα εδώ πάτερ, ήσυχα»
Η πρόταση της ακούγεται χαζή, για τα δικά της αυτιά
«εδώ η κάθε ψυχή μπορεί να βρει την γαλήνη, να ξεφύγει από την αμαρτία που μας περιβάλλει»
Της λέει, ενώ σιγά σιγά το χαμόγελο εξαφανίζεται από τα χείλη του. Η κοπέλα δεν τον κοιτάζει, ντρέπεται και μόνο στην σκέψη να το κάνει
«μερικές φορές... ο άνθρωπος, μπορεί να βγει εκτός ορίων»
Λέει τελικά, κάνοντας τον Νικηφόρο να ρουθουνίσει
«ο άνθρωπος έλκεται από το απαγορευμένο Δήμητρα. Του αρέσει να ξεπερνά τα όρια, νομίζοντας πως έτσι θα αποδείξει κάτι στους γύρω του, η ακόμα και στον εαυτό του»
Για μία ακόμη φορά, η Δήμητρα ένιωθε ενθουσιασμένη από τα λόγια του πάτερ Νικηφόρου. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε να μιλάει, να διαχέεται με τα λόγια του μέσα στην ψυχή σου. Ίσως έφταιγε η στάση του, το ταπεινό του βλέμμα, πάντως αυτός ο άντρας ήξερε να μιλά
«φαίνεται σαν να μιλάτε από προσωπική πείρα πάτερ»
Αποκρίνεται η κοπέλα, εντελώς αυθόρμητα. Ο Νικηφόρος σταματά τα βήματα του, καθώς νιώθει τις αναμνήσεις να επανέρχονται στο μυαλό του. Για μια στιγμή ένιωθε πως αυτή η κοπέλα ήξερε για το σκοτεινό του παρελθόν, ήξερε τι αμαρτίες είχε διαπράξει
«όλοι έχουμε μια ιστορία να διηγηθούμε»
Λέει ενώ το βλέμμα του στρέφεται αργά προς το πρόσωπο της. Η Δήμητρα δεν μιλά, απλώς μένει παγωμένη στην θέση της, κοιτάζοντας τον έντονα. Η κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπο του φαινόταν καθαρά, κάτω από το δυνατό φως του ήλιου. Ήταν λες και δεν μπορούσε να κρυφτεί
«πάντως χαίρομαι που πήρες την απόφαση να έρθεις να με βρεις»
Προσθέτει, προσπαθώντας να αλλάξει θέμα. Η Δήμητρα δαγκώνει ελαφρώς το κάτω χείλος της, νιώθοντας ξανά αμήχανα
«νομίζω πως... είχα ανάγκη να το κάνω»
Η φωνή της ακούγεται αδύναμη. Ο Νικηφόρος την κοιτάζει, και ένα μικρό χαμόγελο χαράζεται ξανά στα χείλη του
«χαίρομαι. Ξέρεις, υπάρχουν και μερικοί που έχουν την ανάγκη, αλλά δεν τολμούν να κάνουν το πρώτο βήμα»
«γιατί;»
Ρωτάει με περιέργεια η Δήμητρα
«απλώς θεωρούν πως το να πιστεύεις στον Θεό είναι δύσκολο»
Η απάντηση του δημιουργεί μερικά ερωτηματικά στο κεφάλι της Δήμητρας
«νομίζω πως έχω πολλά να μάθω από εσάς πάτερ»
Λέει τελικά, προκαλώντας ένα μικρό γέλιο να ξεφύγει από τα χείλη του Νικηφόρου
«με τον χρόνο όλα θα γίνουν Δήμητρα, αργά και σταθερά»
Αποκρίνεται, κάνοντας την νεαρή κοπέλα να χαμογελάσει. Αυτή η μέρα θα έμενε για πάντα χαραγμένη στην μνήμη και των δύο, γιατί αυτή η μέρα σήμανε την έναρξη ενός πολέμου.
YOU ARE READING
Επίγειος Θεός
Non-Fiction«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»