Η επιστροφή.

413 19 1
                                    

Το καράβι ξεκινούσε από το λιμάνι της Κυλλήνης με προορισμό την Ζάκυνθο.

Το νησί της, πόσο της είχε λείψει; Ούτε στην κηδεία των δικών της δεν είχε πάει,

είχε προτιμήσει ακόμα ένα ψέμα και μετέφερε τις σορούς στην Αθήνα.

Τον αγαπούσε τον τόπο της και ιδιαίτερα τον βράχο της, όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί.

Ο Κόκκινος Βράχος, ο βράχος του Ξενόπουλου και της Ξένιας, όπως έλεγε και η ίδια και χαμογελούσε κάθε φορά που την μάλωναν για τις άπειρες ώρες που περνούσε σε μια άκρη του.

Ποτέ δεν άλλαξε την συνήθεια της, εκεί μπορούσε να είναι ο εαυτός της, εκεί μπορούσε να λυγίσει και να αφήσει την ψυχή της να κλάψει μήπως και λυτρωθεί.

 Γύριζε πίσω, όχι μόνη, με την κόρη της, την Αλεξία της.

Πάντα κρυβόταν πίσω από το παιδί της, πάντα το έβαζε σαν άλλοθι μπροστά σε ότι έκανε.

Δεν ήταν κακή μητέρα, δεν ήξερε όμως πως να είναι παρόν.

Χανόταν πάντα στις σκέψεις της και όταν κάποιος την επανάφερε χωρίς δική της πρωτοβουλία γινόταν άλλος άνθρωπος.

Αυτή ήταν και η κύρια αιτία που χώρισε με τον Ιάσωνα, τουλάχιστον αυτό γνώριζε η Αλεξία.

-Μια δεκάρα για την σκέψη σου. Είπε η μικρή και χαμογέλαγε.

Ήταν τέτοια η χαρά της, είχε καταφέρει να περάσει στην πρώτη της επιλογή και μάλιστα στο νησί που κατάγονταν οι δικοί της και που είχε ακούσει τόσα.

Μέσα της η χαρά είχε και άλλους λόγους να φωλιάσει μα αυτό το κρατούσε για τον εαυτό της και μόνο.

-Αλεξία, καλά κάνεις και πετάς από την χαρά σου μα κατάλαβε και την δική μου θέση.

Σκέψου κορίτσι μου πόσα χρόνια έχω να έρθω και τι μου προκαλεί ο γυρισμός.

Η Αλεξία γνώριζε πως δεν είχε νόημα να συνεχίσει να προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με την μητέρα της και έτσι βυθίστηκε και αυτή στις δικές της σκέψεις.

Η σκέψη της ταξίδεψε στον πατέρα της. <<Αχ! Μπαμπάκα μου!>> Αναστέναξε στην σκέψη πως δεν θα τον είχε δίπλα της.

Πάντα δίπλα της ο Ιάσωνας να προλαβαίνει κάθε της επιθυμία  και τώρα; Για πρώτη φορά μακριά του.

<<Κάθε Σαββατοκύριακο γλυκιά μου θα είμαι εκεί και αυτό είναι υπόσχεση>> Πόσο την είχε ανακουφίσει αυτή η υπόσχεση, ήξερε πως ο κόσμος να χαλάσει ο πατέρας της θα κρατούσε την υπόσχεσή του, έτσι ήταν πάντα.

  Χάθηκαν στις σκέψεις τους και μαζί χάθηκε και ο χρόνος. Το πλοίο άδειαζε και μόνο τότε γύρισαν το βλέμμα και αντίκρυσαν το μεγαλόπρεπο καμπαναριό του Αγίου Διονυσίου, είχαν φθάσει στην Ζάκυνθο.

Το ταξίδι τους είχε τελειώσει, ή μήπως τώρα άρχιζε;

Πότε ήρθε η Αγάπη;Where stories live. Discover now