Ο Κόκκινος Βράχος.

167 11 0
                                    

 Οι μέρες πέρασαν τόσο γρήγορα, σα νεράκι της φάνηκε ο χρόνος που κύλησε.

Πόσες φορές ευχήθηκε να είχε την δύναμη να τον γυρίσει πίσω, ανελέητος όμως, αυτός διέγραφε την πορεία του δίχως να νοιάζεται για ότι αφήνει πίσω του.

 Δεν έφταιγε όμως ο χρόνος, η ίδια είχε φροντίσει εδώ και πολλά χρόνια να τον σπαταλά και μαζί να σκορπά και ότι καλό ερχόταν στην ζωή της.

Αλήθεια γιατί είχε γίνει έτσι; Πώς από δυο υπέροχους ανθρώπους μπορούσε να βγει ένα τέρας δίχως ηθική, αυτό ήταν, ένα τέρας χωρίς φραγμούς.

 Κάθε μέρα έβλεπε την Αλεξία να προσαρμόζεται στο καινούριο περιβάλλον και η ανησυχία της μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Ήθελε το καλύτερο για το παιδί της, δεν θα άφηνε τίποτα και κανέναν να χαλάσει τις ισορροπίες μεταξύ τους, είχε παλέψει τόσο σκληρά γι' αυτό.

 Η Αλεξία είχε προσαρμοστεί με απίστευτα ραγδαίους ρυθμούς στην νεολαία του νησιού.

Η βόλτες στα καφέ της χώρας και η βραδινές επισκέψεις στις κοντινές παραλίες του νησιού, καθώς ο καιρός ακόμα είχε την αύρα του καλοκαιριού που δεν θέλει να φύγει, ήταν καθημερινότητα για το έφηβο κορίτσι.

 Ήταν ένα γελαστό πλάσμα που όπου και αν πήγαινε άφηνε τις καλύτερες εντυπώσεις.

Τα καταγάλανα μάτια της πάντα φωτεινά να δείχνουν την καθαρή ψυχή της. Κανείς δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος στην αύρα της.

Πάντα τους μάγευε όλους και ήταν η ψυχή της παρέας.

 Είχε αφήσει πίσω τις παιδικές φίλες της, ήξερε όμως εδώ και καιρό τι είχε βρει εδώ, στο νησί.

Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά εδώ και καιρό. Δεν τολμούσε να πει τίποτα και σε κανέναν. 

Αναρωτιόταν και η ίδια τι ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει να κρατήσει κρυφό αυτό που ένοιωθε. Ποτέ πριν δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο, πάντα ήταν ανοιχτό βιβλίο για όλα και με όλους.

 Η Ξένια έβλεπε την κόρη της μέρα τη μέρα να αλλάζει δίχως να αντιλαμβάνεται σε τι οφειλόταν όλο αυτό, πως θα μπορούσε άλλωστε; Το μυαλό δεν χωρά την καταιγίδα που θα ξεσπάσει στις ζωές τον ανθρώπων όσα σημάδια και να δείχνει.

 Κάτι την έσπρωχνε να βγει επιτέλους στον έξω κόσμο. Για πόσο θα έμενε κλεισμένη;

Τόσα χρόνια είχε καταφέρει να θάψει μέσα της όλους και όλα σε αυτό το νησί, τώρα είχε έρθει η ώρα να κάνει το πρώτο βήμα, να ξαναβγεί στο φως. 

Όσο δύσκολο και να της ήταν κατανοούσε πως θα έχανε τα λογικά της, δεν γινόταν να ζει υπό  το καθεστώς του φόβου κάθε μέρα.

Δεν γνώριζε για κανέναν τίποτα. Χρόνια τώρα είχε να μάθει νέα τους. Μπορεί να μην βρίσκονταν καν στο νησί.

Έπρεπε να κάνει το πρώτο βήμα, έπρεπε να αφήσει τον φόβο στην άκρη και να αντιμετωπίσει με θάρρος ότι θα ερχόταν. Τον ίδιο τον εαυτό της έπρεπε να αντιμετωπίσει. Η ίδια την είχε δημιουργήσει την κατάσταση αυτή, η ίδια θα ερχόταν αντιμέτωπη.

 Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε καθισμένη στην αγαπημένη της μεριά. Τα πόδια της την είχαν οδηγήσει με σύμμαχο την ψυχή της που αναζητούσε την λύτρωση.

Ήταν από ώρα καθισμένη στον βράχο, στον δικό της Κόκκινο Βράχο.

 Σαν είχε διαβάσει το βιβλίο του Ξενόπουλου ''Ο Κόκκινος Βράχος'' είχε ταυτιστεί με τον πόνο που προκάλεσε ένας έρωτας που έσβησε πριν καν αρχίσει.

 Πρώτη φορά έπιασε τον εαυτό της να αναρωτιέται αν τελικά το είχε ζήσει, αν τελικά όντως είχε ζήσει αυτό τον ανεκπλήρωτο έρωτα ή έτσι ήθελε να πιστεύει.

 Το μυαλό πλέον είχε ξεκινήσει το ταξίδι του, χωρίς να μπορεί και χωρίς να θέλει να του ανακόψει την πορεία. Την είχε ανάγκη την λύτρωση και τώρα είχε έρθει η στιγμή να κάνει την αρχή, εδώ στο βράχο της, στον σιωπηλό ακροατή της.


Πότε ήρθε η Αγάπη;Where stories live. Discover now