Ο επίμονος ήχος του κινητού της την ανάγκασε να ξυπνήσει βρίζοντας.
''Μα ποιος στα κομμάτια είναι;'' Όσοι την γνώριζαν ήξεραν πολύ καλά πως κανείς δεν είχε το δικαίωμα να την ξυπνά. Το μισούσε. Πάντα ήθελε τον χρόνο της για να σηκωθεί από το κρεβάτι της.
Δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει ποιος την καλούσε, την ανακούφισε που σταμάτησε.
Αγκάλιασε το μαλακό μαξιλάρι της και ήταν έτοιμη να ξανακοιμηθεί. Πάλι ο ήχος του κινητού της. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το ρολόι του τοίχου, ήταν μόλις οκτώ το πρωί. Δεν πρόλαβε να γυρίσει στο κομοδίνο, όπου το κινητό συνέχιζε ακάθεκτο, η μορφή της Ξένιας στην πόρτα του δωματίου της και μάλιστα με ένα χαμόγελο να φθάνει στα ως τα αυτιά της δεν της άφηνε πολλές επιλογές, σίγουρα έβλεπε όνειρο.
-Έλα λοιπόν, μας πήρε τα αυτιά! Σήκωσέ το επιτέλους. Η Ξένια μιλούσε και με δυσκολία συγκρατούσε το χαμόγελό της.
Η Αλεξία το είχε στο αυτί της χωρίς να ακούει τίποτα. Το θέαμα της μητέρας της την είχε απορροφήσει πλήρως.
-Αλεξία, με ακούς παιδί μου;
-Μπαμπάκα μου!
Όλα τα ξέχασε στο άκουσμα της φωνής του.
-Αλεξία μου, σε παρακαλώ σήκω όσο πιο γρήγορα μπορείς από το κρεβάτι σου.
Η Αλεξία πάγωσε! Τι μπορεί να είχε συμβεί ώστε να της ζητά κάτι τέτοιο;
-Μπαμπά, τι συμβαίνει; Σε παρακαλώ πες μου αμέσως.
-Ναι κορίτσι μου, μην αγχώνεσαι! Να θα σου κρυώσει ο καφές που σου έχω ετοιμάσει. Αυτό είναι όλο.
Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του και η Αλεξία βρισκόταν κιόλας στην αγκαλιά του.
Είχαν τρομερή αδυναμία ο ένας στον άλλον. Η Ξένια πάντα τους κοίταζε με απορία. Ένα βλέμμα που όποιος το παρατηρούσε απορούσε από που πήγαζε. Η ίδια όμως ήξερε πολύ καλά.
Πρώτη φορά τον είχε αποχωριστεί, πρώτη φορά δεν υπήρχε στην καθημερινότητά της.
Τι και αν μιλούσαν αρκετές φορές στο τηλέφωνο. Η απουσία του ήταν έντονη.
Ο Ιάσωνας δεν χόρταινε να κοιτάζει την κόρη του να του διηγείται με ενθουσιασμό τα πάντα από την καθημερινότητά της. Ήταν σίγουρος πως από την πρώτη στιγμή θα έβρισκε τα πατήματά της.
Ήταν σκοπός ζωής για τον ίδιο να μην χαθεί, ούτε για ένα λεπτό, το χαμόγελό της.
Κάποτε της το στέρησε ο ίδιος. Ήθελε το καλό της. Ότι έκανε το έκανε για να έχει τα πάντα η πριγκίπισσά του, όπως έλεγε. Άργησε να καταλάβει πως της στερούσε το πιο σημαντικό πράγμα, την χαρά και τον ενθουσιασμό της. Δεν θα επέτρεπε να συμβεί ξανά το ίδιο.
Η Ξένια έπιασε τον εαυτό της να χασκογελά σαν ερωτευμένο κοριτσάκι. Την είχε κυριεύσει αμηχανία με την παρουσία του.
Ήξερε πως το είχε χάσει το δικαίωμα αυτό χρόνια πίσω. Άργησε να καταλάβει την αξία του και ο χρόνος δυστυχώς δεν γύριζε πίσω. Έπρεπε να μάθει να ζει με τα λάθη της.
-Λοιπόν κορίτσια, αρκετά είπαμε! Δεν νομίζω να θέλετε να περάσω την πρώτη μου ημέρα στο νησί κλεισμένος μέσα; Ετοιμαστείτε να βγούμε!
-Να πάτε όπου θέλετε! εγώ δεν θα ακολουθήσω. Η Ξένια ήξερε πως ακόμα δεν είχε την δύναμη να κάνει αυτό το βήμα.
-Έλα βρε μαμά! Μην μας το χαλάς τώρα!
-Αλεξία μου, άσε την μαμά! Εξάλλου έχουμε μέρες μπροστά μας για να βγούμε όλοι μαζί.
Ο Ιάσωνας την έβγαλε από την δύσκολη θέση. Το μυαλό του είχε φτιάξει όμως λανθασμένα σενάρια για την άρνησή της.
Βρέθηκαν οι δυο τους σ' ένα ήσυχο παραλιακό καφέ να απολαμβάνουν ο ένας την συντροφιά του άλλου.
-Έλα! Πες μου αυτό που θες.
Την είχε δει εδώ και ώρα που αναζητούσε τον τρόπο για να ξεκινήσει μια κουβέντα μαζί του.
Ο ίδιος της άνοιγε τον δρόμο. Έναν δρόμο που κανείς από τους δυο δεν ήξερε που θα τους οδηγούσε. Επιστροφή όμως δεν υπήρχε. Είχε έρθει η ώρα να πάρει απαντήσεις.
YOU ARE READING
Πότε ήρθε η Αγάπη;
RomanceΜια ζωή γεμάτη ψέματα. Μια ζωή που αναγκάστηκε να ζήσει. Όσοι την αγάπησαν πνίγηκαν στο ψέμα της, έμειναν όσο αυτή ήθελε. Η ζωή του παιδιού της βρίσκεται πλέον στα χέρια της, το τίμημα η αποκάλυψη της αλήθειας. Θα δεχθεί να ξεγυμνώσει την ψυχή της γ...