Αναμνήσεις.

196 14 0
                                    

Ήταν σα να γύριζε ο χρόνος πίσω, σα να μην είχε φύγει ποτέ.

Τι και αν πέρασαν χρόνια, τι και αν όλα γύρο είχαν αλλάξει, στα δικά της τα μάτια όλα ήταν ίδια.

Όπως τότε, ένα τηλέφωνο στην Ολυμπία, την καλύτερή της φίλη, ίσως και την μοναδική, και αμέσως βρίσκονταν στην χώρα, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου να πίνουν καφέ.

 Το μυαλό αμέσως έτρεξε στην παλιά της φίλη, πόσα λάθη είχε κάνει;

Την έχασε από την ζωή της και ας ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που την δεχόταν όπως ακριβώς ήταν γιατί ήταν και ο μόνος άνθρωπος που την γνώριζε τόσο καλά.

 Πάντα την απασχολούσε με ότι αφορούσε την δική της ζωή και ποτέ δεν νοιάστηκε να μάθει πράγματα για την ίδια και όμως η Ολυμπία το παράβλεπε αυτό και ήταν πάντα δίπλα της.

Πόσο κρίμα να την αφήσει να φύγει από την ζωή της. 

Τώρα πια ήταν αργά, το είχε χάσει το δικαίωμα της συγνώμης εδώ και χρόνια, τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει. 

 Άφησε το νησί με την Αλεξία μόλις δυόμιση ετών και ακολούθησε τα όνειρα του Ιάσωνα, όνειρα που ευχόταν ολόψυχα να γίνουν πραγματικότητα. Πάντα πίστευε στις ικανότητές του.

Είχε καταφέρει να τελειώσει τις σπουδές του και να μεγαλώσουν και την Αλεξία χωρίς ποτέ να του λείψει τίποτα.

Αν κάποτε τον παντρεύτηκε γιατί έτσι πίστευε πως έπρεπε να γίνουν τα πράγματα τώρα ήταν σίγουρη πως η αγάπη που γεννήθηκε με τα χρόνια του άξιζε και με το παραπάνω. 

Πολλές οι θυσίες του, έμεινε χωρίς την στήριξη των δικών του προκειμένου να την παντρευτεί και ποτέ δεν παραπονέθηκε.

Τα δάκρυα στα μάτια της ήταν μόνιμος σύντροφος σε αυτό το ταξίδι.

Οι τύψεις στην καρδιά της προκαλούσαν αβάσταχτο βάρος, δεν του είχε φερθεί σωστά και τώρα ήταν σε θέση να το γνωρίζει.

 Παρέα με όλες τις σκέψεις και συντροφιά την κόρη της έφθασε στο χωριό της, το όμορφο Ρομίρι. Το χωριό δεν απείχε πολύ από την χώρα του νησιού και ήταν ιδιαίτερα όμορφο και με ζεστούς και καλόκαρδους κατοίκους.

 Το ταξί σταμάτησε στην αυλόπορτα του σπιτιού και καθώς έφευγε η Ξένια δεν ήξερε αν έπρεπε να κάνει το βήμα και να περάσει στο εσωτερικό του.

 Η Αλεξία είχε είδη φθάσει στο εσωτερικό και επεξεργαζόταν τα δωμάτια. Διάλεξε αμέσως το δικό της, το παιδικό δωμάτιο της μητέρας της θα ήταν πλέον ο δικός της χώρος. 

Καθώς ευχαριστούσε μέσα της τη νονά της και πολύ καλή παιδική φίλη του πατέρα της, την Διονυσία, που φρόντιζε το σπίτι και το βρήκαν σε αυτή την κατάσταση, ξεχύθηκε σαν σίφουνας και στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού.

 Η Ξένια καθισμένη στην κούνια της αυλής ταξίδευε στον χρόνο.

Πόσο κακό έγινε σ 'αυτή την αυλή; Χάθηκαν τρείς ζωές για το τίποτα.

Σε αυτή την αυλή που πάντα γέμιζε με τραγούδια και με τα όμορφα πειράγματα των δικών της.

Αγαπημένο ζευγάρι, φιλόξενοι άνθρωποι.

Πάντα θυμάται να βρίσκουν αφορμή με τους συγχωριανούς να στήνουν μικρά γλέντια. 

 Όλη η αυλή γεμάτη από τα λουλούδια της μάνας της, τι και αν πέρασαν τόσα χρόνια.

Ευγνωμοσύνη, μόνο αυτό ένοιωθε στην καρδιά της για την Διονυσία.

Άλλος ένας άνθρωπος που του φέρθηκε άδικα, μα πάντα ήταν δίπλα της.

Τα μάτια της δεν έλεγαν να χορτάσουν την ομορφιά και η ψυχή δεν ήθελε να εγκαταλείψει τις αναμνήσεις.

Σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό της εκείνα τα ζεστά βράδια που καθόταν με τις ώρες στην ίδια ακριβώς θέση με τώρα και αγκαλιά με ένα βιβλίο ταξίδευε μακριά από όσα είχε στο μυαλό της.

Τι δεν θα έδινε να γύριζε τον χρόνο πίσω, να μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα.

Ήξερε πλέον πολύ καλά πως τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο, ούτε και η ίδια άλλωστε.

Πότε ήρθε η Αγάπη;Where stories live. Discover now