Μάτια έτοιμα να μιλήσουν.

126 11 0
                                    

Πέρασαν μέρες και η Ξένια ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Η φωνή της δεν είχε ακουστεί και το πρόσωπό της παρέμενε σκυθρωπό.

 Υπό άλλες συνθήκες η Αλεξία θα απολάμβανε αυτή την πρωτόγνωρη ηρεμία. Κάθε άλλο όμως, δεν άντεχε να βλέπει την μητέρα της σ' αυτή την κατάσταση.

 Ένα πρωινό έτοιμο μόνο για τις δυο τους, αυτό θα έκανε για την μητέρα της.

Καταπιάστηκε να ετοιμάζει κάθε λογής λιχουδιές με σκοπό να την καταπλήξει.

 Ήταν ένα όμορφο, λαμπερό πρωινό. Ο καιρός σύμμαχος ακόμα. 

Η Ξένια δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην προσπάθεια που είχε κάνει η κόρη της.

Χωρίς καν να το καταλάβει το πρόσωπό της φωτίστηκε μ' ένα ζωηρό χαμόγελο και η θλίψη των ματιών της παραμερίστηκε.

Η Αλεξία ανακουφισμένη απόλαυσε την επιτυχία της. Επιτέλους η ζωντάνια επέστρεφε στην μητέρα της.

 Δεν είχε σκοπό να ξεχάσει την προηγούμενη κατάσταση της Ξένιας. Ανακωχή έκανε. Θα μάθαινε τα πάντα και σύντομα.

Ήταν σίγουρη πως κάτι αρκετά σοβαρό είχε φέρει την μητέρα της σε αυτή την κατάσταση.

Όπως επίσης γνώριζε πως από την ίδια δεν θα μάθαινε ποτέ και τίποτα. 

Είχε φτιάξει το πλάνο της. Η αρχή θα γινόταν από την νονά της. Μπορεί να μην ήταν φίλη της μητέρας της αλλά του πατέρα της, όμως τόσα χρόνια κάτι θα είχε πάρει το αυτί της. Εξάλλου ήταν και ο υπαινιγμός που άφησε για τις σχέσεις της μητέρας της με παλιούς γνωστούς, δεν μπορεί κάτι θα σήμαινε αυτό.

 Κουβέντα δεν αντάλλαξαν μάνα και κόρη. Βυθίστηκαν σε μια γαλήνη που είχαν ανάγκη και οι δυο.

 Ο Ιάσωνας είχε ενημερωθεί για την κατάσταση της Ξένιας από την πρώτη στιγμή. Η Αλεξία είχε βρεθεί σε μεγάλο αδιέξοδο και πίστευε πως ο πατέρας της θα μπορούσε να την βοηθήσει.

''Την ξέρεις βρε κορίτσι μου την μάνα σου'' αυτή ήταν η μόνη εξήγηση που πήρε.

 Φυσικά και ανησύχησε. Ήξερε πως αυτή η κατάσταση σήμαινε φουρτούνα στην ψυχή της Ξένιας. Τους λόγους δεν τους γνώριζε, ή μάλλον ήθελε να πιστεύει πως δεν τους γνώριζε.

Βασάνισε αρκετές ώρες το μυαλό του ώσπου πήρε την απόφαση πως έπρεπε επιτέλους να τους επισκεφθεί και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν.

 Είχε έρθει η στιγμή που πίστευε πως το αίνιγμα θα έβρισκε την λύση του. Βρισκόταν στο σπίτι της νονάς της. Ήταν η μόνη που μπορούσε να στραφεί αυτή την στιγμή.

 Η Διονυσία αν και στην αρχή είχε χαρεί με την Αλεξία που της ζητούσε να πιούν καφέ παρέα, γρήγορα κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε. Η Αλεξία είχε σχεδόν απαιτήσει μόνο την δική της παρουσία.

Δεν γινόταν να αρνηθεί. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι την οδήγησε σε μια τέτοια απαίτηση και τώρα αδημονούσε να μάθει.

- Νονά μου, δεν θα σε κουράσω με μεγάλους προλόγους. Ήρθα για να μάθω ότι γνωρίζεις για το παρελθόν της μητέρας μου. Σε παρακαλώ χωρίς υπεκφυγές ή ανόητες δικαιολογίες.

Κόντεψε να πνιγεί η γυναίκα. Τι ήταν και τούτο πάλι; Τι μπορεί να είχε συμβεί που να οδήγησε την Αλεξία σε μια τέτοια αναζήτηση;

-Κοριτσάκι μου, δεν νομίζω πως εγώ είμαι το κατάλληλο άτομο για να σου λύσει τέτοιες απορίες. Απ' ότι και εσύ η ίδια γνωρίζεις, παρέα μου και μάλιστα κολλητός μου φίλος, ήταν ο πατέρας σου. Την Ξένια ναι την γνώριζα από το σχολείο, ήμασταν συμμαθήτριες, μα τίποτε παραπάνω. Να σου πω την αλήθεια δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ κουβέντα. Όμως ειλικρινά, πες μου γιατί τέτοιο ενδιαφέρον; Και μάλιστα με τέτοια επιμονή.

-Δεν θα σου κρυφτώ. Η μάνα μου έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Από την ημέρα που πατήσαμε το πόδι μας εδώ σα να της ρούφηξε κάποιος όλη την ενέργεια. Νονά, είμαι σίγουρη πως κάτι την βασανίζει και πρέπει να την βοηθήσω. Έτσι αποφάσισα να πιάσω το νήμα από την αρχή.

-Η συμπεριφορά της! Πάντα ήταν άνθρωπος με περίεργη συμπεριφορά.

Δεν κρατούσε τα προσχήματα. Ήταν αρκετά αντιπαθής σε όσους δεν την γνώριζαν και πίστεψέ με δεν άφηνε περιθώρια σε πολλούς να την γνωρίσουν. Για να καταλάβεις Αλεξία μου ήταν το ακριβώς αντίθετο από τον πατέρα σου. Αυτό ήταν και η μεγαλύτερη έκπληξη για όλους. Αυτοί οι δυο να γίνουν ζευγάρι. Αν και εγώ ήμουν η αφορμή, εγώ και η φίλη της μάνας σου η Ολυμπία, να γνωριστούν, δεν θα σου πω πως με χαροποίησε ιδιαίτερα το γεγονός. Ο πατέρας σου ότι είχε χάσει τον παππού σου και είχε κλειστεί πολύ στον εαυτό του. Μόνο η μάνα σου τον έκανε να βρει και πάλι το χαμόγελό του. Αυτό ήταν αρκετό για να την αποδεχτώ και εγώ στο τέλος. Δεν νομίζω πως έχω να σου πω κάτι παραπάνω. Αυτά γνωρίζω μόνο. Εξάλλου όπως και εσύ γνωρίζεις, χαθήκαμε. Εσείς φύγατε στο εξωτερικό και έπειτα εγκατασταθήκατε στην Αθήνα. Η μόνη φορά που ήρθα κοντά με την μάνα σου ήταν όταν έχασε τους γονείς της. Με τον πατέρα σου ήταν αλλιώς. Αυτός, και αυτό θα μείνει μεταξύ μας, ερχόταν συχνά εδώ στο νησί και τα λέγαμε.

-Κάτσε ρε νονά, γιατί να το κάνει κρυφά;

-Αυτό θα το ρωτήσεις στον ίδιο. Αυτά είχα εγώ να σου πω.

 Η Αλεξία έληξε την συζήτηση. Μάταιο της φαινόταν να προσπαθεί να μάθει κάτι για το οποίο είχε παρθεί η απόφαση να κρατηθεί κρυφό. Αυτό τουλάχιστον το έβλεπε ξεκάθαρα. Κάτι υπήρχε που δεν της το έλεγε. Τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει, το φώναζαν. Το θέμα ήταν να το πουν και τα χείλη.

Ήταν σίγουρη πως θα έβρισκε τον τρόπο. Αργά ή γρήγορα. 


Πότε ήρθε η Αγάπη;Where stories live. Discover now