Πρώτες σκέψεις και συναισθήματα.

83 10 0
                                    

 Τα δυο παιδιά, ο Διονύσης και η Αλεξία, είχαν βρεθεί στη δίνη ενός κυκλώνα, που κανείς δεν ήξερε τι θα αφήσει πίσω του.

 Ο Διονύσης βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα δίλημμα που ήταν ανίκανος να λύσει.

Το βάρος του ήταν τέτοιο που δεν είχε την δύναμη, την ψυχική δύναμη, για να το σηκώσει στις πλάτες του.

Ήξερε πως το αντίκτυπο της απόφασης, που είχε κληθεί να πάρει, θα ήταν τεράστιο.

Και σίγουρα δεν είχε να κάνει με την σωστή ή την λάθος απόφαση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα κριτήρια για την τελική του απόφαση ήταν τελείως διαφορετικά.

 Δεν γινόταν να την κοιτάζει στα μάτια, όταν ο ίδιος στα χέρια του κρατούσε κάτι τόσο σημαντικό για την ζωή της, την ύπαρξή της την ίδια. Ποιος ήταν αυτός που θα της στερούσε το δικαίωμα της γνώσης. Γνώσης του ίδιου της του είναι.

Δεν προλάβαινε να κατασταλάξει στην απόφασή του και αμέσως την κατέρριπτε.

Το να της μιλήσει, να της πει ο ίδιος την αλήθεια για την ζωή της, του φαινόταν ένας ρόλος που δεν είχε το δικαίωμα να φέρει σε πέρας. 

 Οι γονείς της για κάποιο λόγο, ακόμα και αν τον αγνοούσε ο ίδιος, και κυρίως η μητέρα της, είχαν επιλέξει την σιωπή. Και τώρα τι; Αυτός ερχόταν να διαλύσει τις ζωές του.

Από το μυαλό του δεν έφευγε και μια άλλη εκδοχή. Μια εκδοχή την οποία δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν υφίσταται.

Αν η μητέρα της είχε αναγκαστεί, για κάποιο λόγο που όλοι αγνοούσαν, να καταφύγει σε μια τέτοια απόφαση;

Η φιλία της Ξένιας με την μητέρα του είχε λάβει τέλος ακριβώς μετά την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης, αν μετά, σ' αυτό το χρονικό διάστημα υπήρξε κάτι που δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν; Από το μυαλό του περνούσε και η πιθανότητα να γνώριζε ο Ιάσωνας πλέον.

Αν μετά την γέννηση της Αλεξίας, ύστερα από εκείνο το περίεργο περιστατικό στο νοσοκομείο, η Ξένια είχε αποφασίσει να είναι ειλικρινής μαζί του;

Αν ο ίδιος ο Ιάσωνας είχε αποδεχθεί αυτή την κατάσταση;

Υπήρχαν κενά. Κενά που δεν τον άφηναν να πάρει μια απόφαση.

 Η Αλεξία ένοιωθε τον κόσμο να καταρρέει. 

Ότι θεωρούσε κομμάτι της ύπαρξής της είχε καταρρεύσει σε κλάσματα δευτερολέπτου.

Ο Ιάσωνας, ο πατέρας της, ούτε πως έπρεπε να τον αποκαλεί δεν γνώριζε πια, ήταν πάντα η δύναμή της. Πάντα πίστευε πως ότι καλό είχε πάνω της ήταν δικό του. 

Ακόμα και τα μάτια της. Πάντα ήταν περήφανη για το καθαρό ''θαλασσινό'' του βλέμμα. Καμάρωνε όταν άκουγε να της λένε πως είχε τα ίδια μάτια με τον πατέρα της. Πόσο χαζή και ανόητη ένοιωθε.

Μια ζωή βουτηγμένη στο ψέμα.

Μια ζωή που δεν επέλεξε η ίδια. Την κράτησαν στην άγνοια. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα αυτό.

 Ο Ιάσωνας, ακόμα και τώρα μπορούσε να δει καθαρά την ψυχή του.

Δέχθηκε να ζήσει μια ζωή στο ψέμα. Μια ζωή δίπλα σε μια γυναίκα που του κατέστρεψε την ζωή. Τι και αν ο ίδιος την είχε βεβαιώσει πριν λίγο για την ευτυχία του. Τον πίστευε. Σίγουρα την αγαπούσε. Όμως το βάρος που κλήθηκε να σηκώσει ήταν μεγάλο. 

Πόσες φορές του είχε θυμώσει; Καβγάδες, ανούσιοι, μικροί και μεγάλοι. Αυτός πάντα εκεί.

Μέσα της αναρωτήθηκε, ''υπήρξε άραγε στιγμή που να ευχήθηκε να είχε πάρει άλλη απόφαση;''

Ήταν σίγουρη όμως για την αγάπη του και την καθαρότητα της ψυχής του.

 Η μάνα της, αυτή είχε το βάρος των ευθυνών.

Ντροπή, μόνο αυτό ένοιωθε για την γυναίκα που την έφερε στον κόσμο.

Όσο και να πάλευε να δει από την σκοπιά της τα πράγματα, το αποτέλεσμα δεν άλλαζε.

Όφειλε να μιλήσει. Να δώσει την επιλογή στον Ιάσωνα. 

Το κράτησε κρυφό τόσα χρόνια. Τους λόγους τους γνώριζε η ίδια, μα όποιοι και να ήταν έπρεπε να έχει μιλήσει.

Σίγουρα κάποια πράγματα την είχαν οδηγήσει σε αυτή την απόφαση, μπορεί και σοβαρές καταστάσεις, τις οποίες δεν θέλησε να μοιραστεί ποτέ με κανέναν, όμως μπήκε με το έτσι θέλω στη ζωή κάποιου και την αναποδογύρισε, έπρεπε να έχει μιλήσει.

 Πως να παλέψει μόνη της από εδώ και πέρα; Ήθελε τεράστια ψυχική δύναμη για να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει. 

Πως όμως να μην ρωτήσει; Πως να μείνει μακριά από την αλήθεια; Μια αλήθεια που αφορούσε τον πατέρα της. Τον βιολογικό πατέρα της.

Πως να συνεχίσει όταν μέσα της την έκαιγε το ερώτημα, αυτός γνώριζε για την ύπαρξή της;

Υπήρχε η πιθανότητα να μην την είχε αποδεχθεί;

 Δεν γινόταν να έρθει αυτή την στιγμή αντιμέτωπη με κανέναν. Ένα καταφύγιο έψαχνε.

Ήξερε πολύ καλά που η ψυχή της έβρισκε ηρεμία, εκεί θα τα έβαζε όλα σε τάξη.

Πότε ήρθε η Αγάπη;Where stories live. Discover now