7

62 8 0
                                    

"Eρατώ ξύπνα γλυκιά μου θα αργήσεις για το σχολείο" άκουσα μέσα στον ύπνο μου την μαμά μου να μου φωνάζει. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου, νομίζω ότι όπου θα με έβαζαν σήμερα θα κοιμώμουν πάνω μου. Σηκώθηκα και έψαχνα το τηλέφωνο μου, ήταν πολύ μαρυά εκεί που το πέταξα. Το πήρα και το έβαλα στον φορτηστή μέχρι να πάω να κάνω ένα μπάνιο για να ανοίξουν τα μάτια μου. Μπήκα μέσα και άνοιξα το νερό το καυτό. Περίμενα να ζεσταθεί αλλα δεν ζεστενόταν. Ίσως επειδή ο καιρός είναι χάλια τις τελευταίες μέρες. Πήρα τηλέφωνο την Ξένια να την ρωτήσω εάν πέρασαν τα νεύρα της μαμάς της και αν σήμερα επιτέλους θα ερχόταν σχολείο αλλά δεν μου απάντησε. Η κοιμόταν ή η μαμα της ακόμη δεν της έχει δώσει το κινητό της. Σιγά το πράγμα που έκανε. Εάν ήταν 27 και εκείνος 37 θα έλεγες κανείς τίποτα; Όχι, ε! τότε γιατί το 27 με το 17 να είναι πρόβλημα αλλα το 27 με το 37 να μην είναι; Στο κάτω κάτω και οι γόνεις και των 2 μας έχουν πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας. Άφησα το τηλέφωνο μου στον φορτηστή και πήγα και άναψα τον θερμοσύμφωνα για να ζεσταθεί λίγο το νερό. Πήγα κάτω για να πάρω το πρωινό μου μιας και περίμενα. Έβαλα την ρόμπα μου και πήγα στην κουζίνα. Έφτιαξα ένα τόστ και μέχρι να γίνει ο καφές μου το έφαγα. Κάθησα λίγο και έβαλα την σειρά που βλέπω στο λάπτοπ. "Καλέ δεν πήγες ακόμη σχολείο; Που κυκλοφοράς ημίγυμνη;" μου είπε ο μπαμπάς μου καθώς άνοιξε τον χαρτοφύλακα του για να βάλει μέσα κάτι χαρτιά της δουλειάς. "Περιμένω το νερό να ζεσταθεί να κάνω μπάνιο. Έχω ακόμη λίγο χρόνο για το σχολείο μην φοβάσαι δεν θα αργήσω" του είπα και ήπια μιαν γουλιά απο τον καφέ μου. "Βάλε κάτι πάνω σου, έρχεται ο Ηροδότου απο εδώ να μιλήσουμε λίγο για μιαν υπόθεση." Και να μην βάλω δηλαδή δεν θα δεί κάτι που δεν ξαναείδε αλλα αυτό δεν είναι ανάγκη να το μάθει ο μπαμπάς μου. " Απλά μπαμπάκα μου μην μπείτε στην κουζίνα. Εγώ εδώ μέσα θα είμαι μέχρι να πιώ τον καφέ μου και να ζεσταθεί το νερό." Του ειπα και πάτησα το play στην σειρά μου. Χτήπησε το κουδούνι, ο πατέρας μου του άνοιξε και πέρασαν απο την κουζίνα για να πάνε στο γραφείο του πατέρα μου. Ο Αριστείδης με είδε μέσα στην κουζίνα και έκανε μιαν στάση. " Κύριε Νικολάου μιας και περάσαμε έξω απο την κουζίνα, θα βάλω λίγο νερό και έρχομαι" είπε ο Αριστείδης στον πατέρα μου. Ήρθε μέσα στην κουζίνα και με παρακολουθούσε καθώς έπινε νερό. " Αν δει ο πατέρας μου πως κοιτάς τις γάμπες, το στήθος μου μπορεί να μην σε σκοτώσει με την καραμπίνα αμέσως" Του είπα ανοίγοντας λίγο την ρόμπα μου για να τον προκαλέσω. "Ας ντυνόσουν. Ο καθένας μπορεί να έρθει και να σκαλώσει με τέτοιου είδους θέαμα όχι μόνο εγώ. Εσένα δεν σε είδε να σε πάρει απο τα μαλλιά και να σε βάλει να αλλάξεις; Έτσι κυκλοφοράς όταν περιμένεις κόσμο;" μου είπε και έβαλε το ποτήρι του πάνω στον πάγκο. "Ώπα άντρα των σπηλαίων, δεν είμαι γυμνή. Φοράω την ρόμπα μου και σε όποιον αρέσω. Αν δεν σου άρεσε αυτό που έβλεπες δεν θα τρέχανε τα σάλια σου πάνω στο πουκάμισο σου" Του έδειξα το πουκάμισο του που έριξε το νερό πάνω. "Δεν είπα ότι δεν μου αρέσει" είπε και σκούπισε το στόμα του με μιαν χαρτοπετσέτα. "Αλλά;" του απάντησα και σηκώθηκα πάνω για να πάω προς το μέρος του, αλλα η φωνή του πατέρα μου με απότρεψε. " Κύριε Ηροδότου έρχεστε;" ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου απο τα σκαλιά. Ο Αριστείδης ήρθε κοντά στο αυτί μου, έβαλε τα μαλλιά πίσω και μου ψιθύρισε " Αν δεν ήταν ο πατέρας σου σπίτι αυτή την στιγμή θα σε έπαιρνα πάνω στο τραπέζι αυτό χωρίς να με νοιάζει τίποτα" και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι που είχα τον καφέ και το λάπτοπ. Μου έκλεισε το μάτι και έφυγε. Ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν. Πόσο μπορεί να με κάνει να λιώσω για εκείνο του το άγγιγμα; Με έχει ανάψει για τα καλά. Πήρα τον καφέ μου και τον έβαλα στον νεροχύτη. Πήγα πάνω για να κάνω μπάνιο με το παγωμένο για να μου ηρεμήσουν οι ορμόνες. Βγήκα απο τον μπάνιο και έτρεμα απο το κρύο. Ωραία έφυγε η κάψα, θα έρθει καμιά πνευμονία τώρα. Μπήκα μέσα στο δωμάτιο και ετοιμάστηκα για το σχολείο. Πήρα την τσάντα μου και άρχισα να περπατάω προς τον διάδρομο για να φύγω. "Ερατώ περίμενε" μου φώναξε ο μπαμπάς μου. "Τι θές μπαμπά;" Είδα τον πατέρα μου να με κοιτάει και τον Αριστείδη που ερχόταν προς το μέρος μου. Τελίωσαν την συνάντηση που είχαν μάλλον και ο Αριστείδης έφευγε."Θα σε πάρω εγώ σχολείο με το αυτοκίνητο σήμερα μιας και πάμε την ίδια ώρα." είπε ο μπαμπάς μου και γούρλωσα τα μάτια μου. Ο Αριστείδης έμεινε ακίνητος να με κοιτάει. Έμεινε λές και ήταν απο πάγο. Ήρθε κοντά μου και έμεινε να με κοιτάζει. "σχολείο;" προσπάθησα να απομακρυνθώ και άρπαξε το χέρι μου. "Πες μου αμέσως πόσο χρονών είσαι! Ακόμα πας σχολείο; Τι σκατά με το μυαλό σου;" έμεινε να με κοιτάζει λές και έχω κάνει φόνο. "Μίλα γαμώ το! Που να με πάρει ο διάολος! Πόσο είσαι;" Επέμενε να με ρωτά και να σφίγγει το χέρι μου μέχρι που άκουσε τα βήματα του πατέρα μου. "Ακόμα να πάτε κύριε Ηροδότου; Έγινε κάτι;" ρώτησε ο πατέρας μου. "'Οχι, όχι απλά μιλούσα με την δεσποινής Ερατώ, της έλεγα ότι η κόρη μιας φίλης μου μάλλον είναι στο τμήμα της." Προσπαθούσε να ρίξει στάχτη στα μάτια του πατέρα μου ή να τον ψαρέψει για να μάθει την αλήθεια για μένα;

Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΡΑΤΩΣ✨Where stories live. Discover now