ΚΕΦ 8Β

306 41 6
                                    


Το δυσάρεστο συναίσθημα που τον κατέκλυσε, τον ώθησε να τους ψάξει. Βγήκε εσπευσμένα στον διάδρομο του πρώτου ορόφου. Αντρικές φωνές ακούστηκαν από τη βεράντα που βρισκόταν στην πτέρυγα της έκθεσης των ζωγραφικών έργων.

Πλησίασε πίσω από τις κλειστές χαλκόχρωμες κουρτίνες. Το ελαφρύ δροσερό αεράκι τις κουνούσε ανεπαίσθητα. Από το κενό που άφηναν, είδε τη νεαρή συνοδό του να στέκεται αγέρωχη απέναντι από τον οργισμένο Δόραν.

Αν και το φόντο με την ημισέληνο, τα εκατοντάδες αστέρια και τον πυρσό που άναβε στο αριστερό μέρος της βεράντας, θα ήταν ιδανικό για ρομαντικό φόντο στο ζευγάρι, ένας χαμηλόφωνος καυγάς εξελισσόταν μεταξύ τους, με εξάρσεις ανά διαστήματα.

Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν. Διάσπαρτες λέξεις, ειπωμένες με ένταση από εκείνον, έφταναν σε σπασμένες συλλαβές μέχρι τα αυτιά του. Δεν έβγαζε νόημα. Εκείνη παρά τον διαπληκτισμό τους, έλαμπε κάτω το φως των αστεριών σαν να είχε μέσα της φωτιά, ενώ ο Δόραν φαινόταν σαν μια μικρή πεταλούδα που τριγυρνούσε γύρω της, μαγνητισμένος από τη λάμψη της, ανήμπορος να αποτραβηχτεί μακριά της.

Όσο ο διάλογος προχωρούσε, ο Δόραν εκνευριζόταν με τις αρνήσεις και τα πισωπατήματά της, αντίθετα από την Λίλιαν που είχε ένα πράο και ανέκφραστο πρόσωπο. Σύντομα ο αγκώνας της έγινε πάλι έρμαιο του και την κόλλησε πάνω στο σώμα του.

- Μπορώ να σου προσφέρω τα πάντα απλόχερα σπίτι, τίτλο, όνομα, οικογένεια, φορέματα, κοσμήματα, ανέσεις τι άλλο θες; Γιατί με αρνείσαι;

- Δεν σου ζήτησα ποτέ τίποτα. Δεν θέλω τίποτα από σένα, απάντησε ήρεμα κοιτώντας τον κατάματα.

- Πιστεύεις πως στην κατάσταση σου και με το παρελθόν σου θα έχεις καλύτερη τύχη; Πιστεύεις πως θα έχεις επιλογή; Γρύλισε.

Το σώμα της τραντάχτηκε από το βίαιο ταρακούνημα του.

- Δόραν άφησε με.

Το γέλιο του ήχησε σαρκαστικό.

- Ποια νομίζεις πως είσαι κορίτσι μου;

Η Λίλιαν ήθελε να φύγει μακριά του, προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της αλλά την κράτησε πιο γερά και την έσπρωξε μέχρι που η πλάτη της έσκασε πάνω στον τοίχο δίπλα από την μπαλκονόπορτα.

Τώρα βρίσκονταν κοντά του, μπορούσε να ακούσει τις ανάσες τους. Τους χώριζε μόνο η βαριά κουρτίνα. Στο οπτικό του πεδίο είχε μόνο εκείνον. Το πρόσωπο του Δόραν σοβάρεψε απότομα, τα μάτια του έγιναν δυο σχισμές και τα χείλη του σφίχτηκαν τόσο που εξαφανίστηκαν.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΣΙΡΟΚΟΣWhere stories live. Discover now