Άνοιξη 1810
Οι ανάμεικτες μυρωδιές των κρεάτων που ψήνονταν στην πυροστιά και των αρωματικών πούρων στο χώρο της ταβέρνας, σε συνδυασμό με την αλόγιστη κατανάλωση της μαύρης μπίρας τού έφερναν μια γλυκιά ζάλη και έκαναν τα γαλανά μάτια του να μισοκλείνουν.
Η σερβιτόρα με τα σγουρά πυρρόξανθα μαλλιά καθόταν αναπαυτικά στα πόδια του Ντασίλβα. Γέμιζε με φιλιά το φαλακρό κεφάλι του, όσο τα χέρια της είχαν εισχωρήσει μέσα στο πουκάμισο του και τον χάιδευαν αισθησιακά. Ο προσωπικός φρουρός και σύντροφος του στη μεταμεσονύκτια ψυχαγωγία είχε ήδη βυθιστεί μέσα στο πλούσιο, χυμώδες μπούστο της χάνοντας την επαφή με το περιβάλλον.
Ο Κρις κατέβασε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι, κάνοντας τη ναζιάρα σερβιτόρα να βγάλει ένα επιφώνημα έκπληξης και να χωθεί πιο βαθιά στην αγκαλιά του γίγαντα.
Ο Ντασίλβα αναδύθηκε μέσα από τα στήθη της και τον κοίταξε ερωτηματικά.- Φεύγω Ρίκο θα τα πούμε το πρωί.
- Να έρθω μαζί σου...
- Δεν χρειάζεται, απόλαυσε την, είπε με μισό χαμόγελο.
- Που θα είσαι;
- Στη Μεγάλη Βίλα ή στο κρεβάτι μου στον Σιρόκο.
- Να σου στείλω τη μικρή; ρώτησε και έγνεψε με τα μάτια του στο βάθος της ταβέρνας, δείχνοντας μια νεαρή μελαχρινή κοπελίτσα που σερβίριζε ποτά και που κάθε τόσο κοίταζε τον Κρις.
Ο Κρις δεν μίλησε. Για μια στιγμή πραγματικά σκέφτηκε να αποδεχτεί την πρόταση. Ήθελε να εκτονώσει την ένταση του, την ερωτική επιθυμία του μέσα σε ένα γυναικείο κορμί. Όχι όμως σε οποιοδήποτε γυναικείο κορμί. Ένα συγκεκριμένο τυραννούσε τη σκέψη του.
Τι τον είχε πιάσει;
Φερόταν σαν έφηβο αγόρι που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από ένα κορίτσι που είχε ιδανικεύσει, επειδή είχε αποφασίσει να φερθεί με ανωτερότητα και τιμιότητα και να μην πλαγιάσει μαζί της.
Έγνεψε αρνητικά και πέταξε μια χούφτα ασημένια νομίσματα στο κέντρο του τραπεζιού.Ο Ντασίλβα έσπρωξε τα μισά στη μεριά του.
- Μην τους καλομαθαίνεις. Δεν φάγαμε δα και όλο το γουρούνι, είπε γελώντας.
Ο Κρις έβαλε τα υπόλοιπα νομίσματα πίσω στις τσέπες του, ανταπέδωσε το χαμόγελο με ένα γρήγορο ανασήκωμα των χειλιών του και περπάτησε προς την έξοδο.
Αν και η πρώτη εβδομάδα του Μάιου μπήκε με καλοκαιρινές θερμοκρασίες, μια αδιάκοπη βροχούλα που είχε αρχίσει στη μέση της νύχτας δρόσιζε έντονα την πλάση, για να υπενθυμίσει την κυριαρχία της άνοιξης.
Εισέπνευσε βαθιά τον βραδινό αέρα αλλά η πυκνή ομίχλη στο κεφάλι του παρέμενε. Η βροχούλα που σιγά σιγά νότιζε τα ρούχα του, ξυπνούσε το σώμα του. Σε έξι ώρες ταξίδευε, οπότε τάχυνε το βήμα του στον έρημο δρόμο.Ένας σκύλος γάβγισε μέσα από κάποιο σπίτι και ένας ασπρόμαυρος γάτος ξεκίνησε να τον ακολουθεί πηδώντας από κεραμοσκεπή σε κεραμοσκεπή, νιαουρίζοντας μελωδικά.
Έφτασε στο πιλοποιείο της Κεντρικής Αγοράς.
Σταμάτησε.
Ύψωσε το κεφάλι του και είδε τα σκοτεινά παράθυρα στο διαμέρισμά της. Ήταν σίγουρος ότι κοιμόταν και ήλπιζε ότι κοιμόταν μόνη.
Τις λαγόνες του σάρωσαν κύματα έξαψης στη σκέψη της και μόνο. Ο φαλλός του σκληρός, ασφυκτιούσε μέσα στο εφαρμοστό, δερμάτινο παντελόνι του. Ήθελε απεγνωσμένα να τον ανακουφίσει με το ερωτικό χάδι αυτής της όμορφης γυναίκας που εξαιτίας της δεν μπορούσε πλέον να πλαγιάσει με καμία άλλη.
Αξιοθρήνητα αδύναμος και ανίκανος να ελέγξει τα ένστικτά του στάθηκε έξω από την πόρτα της.
Μην πιστεύοντας και ο ίδιος στον εαυτό του, σήκωσε το δεξί του χέρι σε σχήμα γροθιάς και κτύπησε τρεις φορές πάνω στο ξύλο κάνοντας το μπρούτζινο ρόπτρο να αναπηδήσει.Αφουγκράστηκε... δεν ακούστηκε κανένας ήχος, ούτε βήματα να πλησιάζουν.
Είδε το χέρι του να κτυπά πιο δυνατά άλλες τρεις φορές την πόρτα.
Το ένιωσε ξένο όχι δικό του.
Η λογική του ωρυόταν να φύγει από εκεί, να περισώσει έστω ένα μικρό κομμάτι της αξιοπρέπειας του απέναντι σε εκείνην, γιατί ήδη ντρεπόταν για τον εαυτό του.
Η καρδιά του άρχισε να κτυπά ξέφρενα.
Προσπάθησε να μετακινήσει τα πόδια του αλλά τα ένιωθε βαριά λες και ήταν από μολύβι.
Το σώμα του δεν υπάκουε στο μυαλό του.
Πάντα σε αυτή τη μάχη οι επιθυμίες του κορμιού του κέρδιζαν.
Άκουσε το κλειδί να μπαίνει στην κλειδαριά και να στρίβει.
Ήταν πλέον αργά.
Η πόρτα άνοιξε...ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ ...
YOU ARE READING
ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΣΙΡΟΚΟΣ
Historical FictionΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ. ...Τις λαγόνες του σάρωναν κύματα έξαψης στη σκέψη της και μόνο. Ο φαλλός του σκληρός ασφυκτιούσε μέσα στο εφαρμοστό, δερμάτινο παντελόνι του. Ήθελε απεγνωσμένα να τον ανακουφίσει με το ερωτικό χάδι αυτής της όμορφης γυν...