ΚΕΦ 24

318 38 6
                                    


Το φασαριόζικο πλήθος πηγαινοερχόταν μέσα στη χαοτική αίθουσα και μια σιγανή μουσική ακουγόταν στο παρασκήνιο από την οκταμελή ορχήστρα.

Ένας μπουφές φορτωμένος με λαχταριστά εδέσματα είχε στηθεί κατά μήκος του ενός τοίχου της τεράστιας σάλας και προκαλούσε έναν συμπαθητικό συνωστισμό από πεινασμένους επισκέπτες ενόσω λευκό και κόκκινο κρασί έρεε ασταμάτητα μέσα στα κρυστάλλινα ποτήρια τους.

Η Λίλιαν στεκόταν δίπλα στον Σεμπάστιαν, έχοντας μια αμφίβολη ισορροπία στα πόδια της εξαιτίας της ζαλάδας και του επίμονου πονοκέφαλου που τη βασάνιζε από την πρώτη στιγμή που άνοιξε τα μάτια της εκείνο το πρωί.
Συχνά περνούσε το χέρι της στον αγκώνα του για να στηριχτεί και να μην σωριαστεί στο πάτωμα. Εκείνος κάθε τόσο την αγκάλιαζε τρυφερά και προστατευτικά από τους ώμους και τη σύστηνε σε συνεργάτες και φίλους του. Προσπαθούσε για χάρη του να είναι ευγενική και ευχάριστη. Έκρυβε επιμελώς τη δυστυχία της πίσω από ένα μόνιμο πλάτεμα των χειλιών της, ένα χαμόγελο παρωδία. Η δική της πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική από τη χαρούμενη διάθεση των παρευρισκόμενων. Η απουσία του από τη ζωή της, τήν οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε εσωτερική κατάρρευση. Το ένιωθε.

Και τότε ήταν που η καρδιά της χτύπησε δυνατά σαν να την προειδοποιούσε.

Γύρισε το κεφάλι της και η ανάσα της κόπηκε καθώς το βλέμμα της μαγνητίστηκε από το βαθύ γαλάζιο των ματιών του. Ακουμπούσε με τον ώμο του στην κάσα της ανοιχτής πόρτας, που οδηγούσε στη βεράντα του πρώτου ορόφου, με τη σιλουέτα του να διαγράφεται εντυπωσιακή και μεγαλόπρεπη κόντρα στο απογευματινό φως και την κοίταζε επίμονα. Στο χέρι του κρατούσε ένα ποτήρι με λευκό κρασί το όποιο ύψωσε ελάχιστα σε ένδειξη χαιρετισμού. Η έκφρασή του ήταν ανεξιχνίαστη.

Λύγισε ελαφρά το ένα γόνατο ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό και ήταν σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή ολόκληρο το σύμπαν πρέπει να είχε διαλυθεί γύρω της. Ύστερα γύρισε προς τους συνομιλητές της και στρίμωξε αμήχανα το σώμα της στο πλευρό του Σεμπάστιαν. Με την άκρη του ματιού της τόν είδε να περπατά προς μία συντροφιά με καπετάνιους. 

Όσο περνούσε η ώρα το πλήθος μεγάλωνε σημαίνοντας την επιτυχία της εκδήλωσης, αλλά η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνιχτική. Ο Σεμπάστιαν ήταν βαθιά απορροφημένος μέσα στις πολιτικές συζητήσεις που εξελίσσονταν και δεν ήθελε να τον διακόψει.
Το οξυγόνο είχε στερέψει γύρω της και αισθάνθηκε τα πνευμόνια της να καίνε.
Με δυο λέξεις στο αυτί του συνοδού της και ένα γλυκό χαμόγελο άφησε το πηγαδάκι των πολιτικών και με γοργά βήματα βγήκε από τη σάλα στη βεράντα.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΣΙΡΟΚΟΣWhere stories live. Discover now