Οι ανάμεικτες μυρωδιές των κρεάτων που ψήνονταν στην πυροστιά και των αρωματικών πούρων στο χώρο της ταβέρνας, σε συνδυασμό με την αλόγιστη κατανάλωση της μαύρης μπίρας τού έφερναν μια γλυκιά ζάλη και έκαναν τα γαλανά μάτια του να μισοκλείνουν.
Η σερβιτόρα με τα σγουρά πυρρόξανθα μαλλιά καθόταν αναπαυτικά στα πόδια του Ντασίλβα. Γέμιζε με φιλιά το φαλακρό κεφάλι του, όσο τα χέρια της είχαν εισχωρήσει μέσα στο πουκάμισο του και τον χάιδευαν αισθησιακά. Ο προσωπικός φρουρός και σύντροφος του στη μεταμεσονύκτια ψυχαγωγία είχε ήδη βυθιστεί μέσα στο πλούσιο, χυμώδες μπούστο της χάνοντας την επαφή με το περιβάλλον.
Ο Κρις κατέβασε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι, κάνοντας τη ναζιάρα σερβιτόρα να βγάλει ένα επιφώνημα έκπληξης και να χωθεί πιο βαθιά στην αγκαλιά του γίγαντα.
Ο Ντασίλβα αναδύθηκε μέσα από τα στήθη της και τον κοίταξε ερωτηματικά.- Φεύγω Ρίκο θα τα πούμε το πρωί.
- Να έρθω μαζί σου...
- Δεν χρειάζεται, απόλαυσε την, είπε με μισό χαμόγελο.
- Που θα είσαι;
- Στη Μεγάλη Βίλα ή στο κρεβάτι μου στον Σιρόκο.
- Να σου στείλω τη μικρή; ρώτησε και έγνεψε με τα μάτια του στο βάθος της ταβέρνας, δείχνοντας μια νεαρή μελαχρινή κοπελίτσα που σερβίριζε ποτά και που κάθε τόσο κοίταζε τον Κρις.
Ο Κρις δεν μίλησε. Για μια στιγμή πραγματικά σκέφτηκε να αποδεχτεί την πρόταση. Ήθελε να εκτονώσει την ένταση του, την ερωτική επιθυμία του μέσα σε ένα γυναικείο κορμί. Όχι όμως σε οποιοδήποτε γυναικείο κορμί. Ένα συγκεκριμένο τυραννούσε τη σκέψη του.
Τι τον είχε πιάσει;
Φερόταν σαν έφηβο αγόρι που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από ένα κορίτσι που είχε ιδανικεύσει, επειδή είχε αποφασίσει να φερθεί με ανωτερότητα και τιμιότητα και να μην πλαγιάσει μαζί της.
Έγνεψε αρνητικά και πέταξε μια χούφτα ασημένια νομίσματα στο κέντρο του τραπεζιού.Ο Ντασίλβα έσπρωξε τα μισά στη μεριά του.
- Μην τους καλομαθαίνεις. Δεν φάγαμε δα και όλο το γουρούνι, είπε γελώντας.
Ο Κρις έβαλε τα υπόλοιπα νομίσματα πίσω στις τσέπες του, ανταπέδωσε το χαμόγελο με ένα γρήγορο ανασήκωμα των χειλιών του και περπάτησε προς την έξοδο.
Αν και η πρώτη εβδομάδα του Μάιου μπήκε με καλοκαιρινές θερμοκρασίες, μια αδιάκοπη βροχούλα που είχε αρχίσει στη μέση της νύχτας δρόσιζε έντονα την πλάση, για να υπενθυμίσει την κυριαρχία της άνοιξης.
Εισέπνευσε βαθιά τον βραδινό αέρα αλλά η πυκνή ομίχλη στο κεφάλι του παρέμενε. Η βροχούλα που σιγά σιγά νότιζε τα ρούχα του, ξυπνούσε το σώμα του. Σε έξι ώρες ταξίδευε, οπότε τάχυνε το βήμα του στον έρημο δρόμο.
VOUS LISEZ
ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΣΙΡΟΚΟΣ
Fiction HistoriqueΡΟΜΑΝΤΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΕΠΟΧΗΣ. ...Τις λαγόνες του σάρωναν κύματα έξαψης στη σκέψη της και μόνο. Ο φαλλός του σκληρός ασφυκτιούσε μέσα στο εφαρμοστό, δερμάτινο παντελόνι του. Ήθελε απεγνωσμένα να τον ανακουφίσει με το ερωτικό χάδι αυτής της όμορφης γυν...