45. Α & Α

534 58 6
                                    

Αριάδνη

Αγνοώντας τους χαιρετισμούς των συναδέλφων μου, δεν σταμάτησα το βήμα μου για να μιλήσω σε κανέναν και με το κεφάλι ψηλά έκανα νόημα στην Ηρώ που κρατούσε ένα μικρό τάμπλετ στο χέρι, να μπει μαζί μου στο γραφείο μου.

" Καλημέρα κα. Ιωάννου!"

" Τι λένε Ηρώ;" Αναστέναξα και πέταξα τη τσάντα μου με δύναμη στο γραφείο.

" Εγώ στη θέση σας δεν θα τα διάβαζα. Προσπαθώ να απενεργοποιήσω τα σχόλια από το προφίλ σας και να κάνω αναφορά σε ό,τι ανεβαίνει" μου εξήγησε πολύ γρήγορα.

" Κατάλαβα. Ένα τσούρμο ηλίθιοι που μιλάνε χωρίς να σκέφτονται."

" Ναι, και δεν λένε τα καλύτερα. Μάλιστα δείχνουν συμπόνια για τον κ. Γεωργίου ενώ άλλοι πιστεύουν ακράδαντα ότι του κάνατε μάγια. Αυτή η δημοσιογράφος έκανε καλή δουλειά στο να σας δυσφημησει."

" Και για όλα αυτά φταίει η Δανάη " κλαψούρισα και έπεσα με την πλάτη στη δερμάτινη καρέκλα.

" Άκουσα το όνομα μου;"

" Ναι, χίλια χρόνια θα ζήσεις."

Μπήκε μέσα γελώντας και τα πολύ μακριά κόκκινα σαν τη φωτιά μαλλιά της ανέμιζαν με κάθε κίνηση της. Φορούσε ένα στενό μαύρο φόρεμα και δικαίως της είχαν δώσει τον τίτλο της πιο όμορφης δικηγόρου στην πόλη. Ήταν περιζήτητη νύφη αλλά και πολύ αντιδραστική. Το τελευταίο χαλούσε τα σχέδια του πατέρα της.

" Πού σου εφταιξα εγώ Αριάδνη;" ρώτησε δήθεν παραπονεμένη.

" Έφταιξες που τον έφερες εδώ εξ αρχής. Και όχι μόνο στο ίδιο κτίριο αλλά και στο ίδιο γραφείο" γκρίνιαξα. "Μέχρι να φτάσω στον όροφο μου έπρεπε να ανεχτώ τα μουρμουρητα και τα περίεργα βλέμματα όλων."

" Εγώ ήθελα μόνο να ξυπνήσω το ομαδικό πνεύμα σας. Δεν άντεχα να σας βλέπω να ρίχνετε δολοφονικά βλέμματα ο ένας τον άλλον. Που να ήξερα ότι θα ξυπνήσει και κάτι άλλο..."

" Θέλω να φύγει από εδώ" δήλωσα και άνοιξαν και οι δύο τα μάτια διάπλατα. Ούτε εγώ η ίδια το πίστευα πως είχα καταφέρει να το ξεστομίσω αλλά το είχα σκεφτεί αρκετά καλά εχθές το βράδυ που με είχε στην αγκαλιά του.

" Τι εννοείς; "

" Αυτό που κατάλαβες. Αυτό που έπρεπε να γίνει εξ αρχής."

***

Αχιλλέας

Στο όνειρο μου βρισκόμουν στον παράδεισο. Ναι. Ήμουν σίγουρος όταν είδα μια γυναικεία φιγούρα ξαπλωμένη στη μέση του πουθενά γυμνή. Ήταν γυρισμένη πλάτη σε εμένα αλλά παντού θα αναγνώριζα τα ατίθασα μαύρα μαλλιά της που κάλυπταν μέρος του κορμιού της. Γλυκόκοίταζε την ήρεμη θάλασσα που απλώνονταν μπροστά της. Έτρεξα κοντά της και ξάπλωσα δίπλα σαν χαρούμενο παιδί που του πρόσφεραν καραμέλα. Και τι καραμέλα; Από αυτές με την γεύση φράουλα που λιώνουν στο στόμα και είχαν γίνει οι αγαπημένες μου. Μου θύμιζαν τα ζουμερα κόκκινα χείλη της και τη γλυκιά γεύση της.

Αρνιόταν να με κοιτάξει παρόλο που δεχόταν τα χάδια μου. Αργά και νωχελικα εξερευνούσαν τα χέρια μου όλα τα απόκρυφα σημεία της και σταμάτησαν εκεί που ορθώνονταν το μεγαλείο της. Την παρακαλούσα να με αφήσει να βάλω τις ροζ μπίλιες της στο στόμα μου αλλά εκείνη με αγνοούσε. Άρπαξε μερικά κόκκινα μούρα που βρισκόταν πεσμένα δίπλα της  και άρχισε να τα τρώει ανέμελη. Ήθελα και εγώ να δοκιμάσω το χυμό τους από τα χείλη της και ήμουν έτοιμος να το κάνω πράξη όταν άρχισε να βήχει.

Ένιωσα πόνο στο στομάχι, ιδρωσα και τα χέρια μου έτρεμαν καθώς έβλεπα την ανάσα της να κόβεται. Όχι, δεν μπορούσα να τη χάσω. Άκουγα τον μακρινό ήχο του κινητού μου που χτυπούσε και πανικόβλητος σηκώθηκα όρθιος να αφουγκραστω από που ερχόταν ο ήχος και τέντωσα το χέρι μου για να το φτάσω.

" Ρε μαλακα, έχω δύο ώρες που σε καλώ. Πού βρίσκεσαι;"

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Χρειάστηκαν λίγο χρόνο για να συνηθίσουν το φως αλλά προς ανακούφιση μου διαπίστωσα ότι βρισκόμουν στο δωμάτιο μου και όχι στον παράδεισο. Χαλάρωσα το κεφάλι μου πίσω στο μαξιλάρι. Η γυναίκα μου δεν πέθαινε από τα αναθεματισμενα μούρα που της είχαν κόψει την ανάσα.

" Με ακούς; Τι κάνεις;"

" Τι θες πρωινιατικα; Κοιμάμαι..." γρύλισα νευριασμένος και αγκάλιασα το μαξιλάρι στην άδεια πλευρά της Αριάδνης. Είχε φύγει χωρίς να με ξυπνήσει.

" Είναι δώδεκα το μεσημέρι" μου επισήμανε από το ακουστικό ο Άγγελος και έβρισα.

" Πέρνα από το γραφείο μου να μου πεις τι θες γιατί έχω αργήσει. Κλείνω" και τερμάτισα την κλήση πριν προλάβει να αρνηθεί. Γιατί θα αρνιόταν έτσι που τα είχε κάνει με τη Στέλλα ο ηλίθιος.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι χορτασμένος από ύπνο και ικανοποιημένος. Βέβαια, εκείνο το όνειρο ήταν ανησυχητικό και φοβόμουν μη προμήνυε μπελάδες. Δεν ήθελα να χάσω τη γυναίκα μου. Να μου κρατάει μούτρα μια ζωή, θα το άντεχα. Ακόμη κι αν δεν μου μιλούσε ποτέ. Αν αυτό σήμαινε ότι θα έμενε δίπλα μου, έστω και έτσι, θα το ανεχομουν. Το να μη την βλέπω καθόλου, η ιδέα και μόνο έκανε το στομάχι μου να ανακατεύεται και την καρδιά μου να ταλαντεύεται. Έφτασα έξω από το γραφείο μας όπου η Ηρώ έστεκε σαν φρουρός στην πόρτα.

" Τι συνέβη, Ηρώ; Η Αριάδνη είναι μέσα;"

" Μέσα είναι..." άρχισε διστακτικά αλλά όταν πήγα να αγγίξω το πόμολο με σταμάτησε. " Η Δανάη σας θέλει στο γραφείο της πριν κάνετε το οτιδήποτε."

Έσμιξα τα φρύδια μου κοιτώντας την με απορία και απλά μου χαμογέλασε. Γύρισα για να κατευθυνθω στον τέταρτο όροφο.

***

Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Με κάθε λέξη που ξεστομιζε τα πόδια μου λύγιζαν ακόμη περισσότερο. Η Αριάδνη ήθελε να φύγω; Μα, γιατί;

Όρμησα έξω με μένος αψηφώντας τα παρακάλια της Δανάης να γυρίσω πίσω για να βρω εκείνη την ξεροκέφαλη γυναίκα που με παιδευε από τη πρώτη στιγμή που την είχα δει. Αν νόμιζε ότι όλα θα λύνονταν διώχνοντας με, έκανε μέγα λάθος.

Office 322Where stories live. Discover now