60. Α&Α

404 49 7
                                    

Αχιλλέας

Ξεροκατάπια. Αυτή η γυναίκα ήθελε να με πεθάνει. Ήθελα να την πιάσω στα χέρια μου και να την πνίξω... στα φιλιά. Με κοιτούσε με ένα προκλητικό βλέμμα, και τα μάτια της με παρακαλούσαν να αντιδράσω. Ένιωθα το αίμα μου να βράζει και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.

Δεν άντεξα άλλο. Έπεσα με μανία στα χείλη της και τα γεύτηκα μετά από πολύ καιρό, με μια απελπισμένη λαχτάρα που δεν μπορούσα να ελέγξω. Τα χείλη της ήταν απαλά και ζεστά, και η γεύση της ήταν μια μεθυστική ανάμνηση που ξυπνούσε κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Η ανάσα της ανακατεύτηκε με τη δική μου, καθώς η ένταση αυξανόταν.

Τα χέρια μου διέσχιζαν πεινασμένα το κορμί της πάνω από τα ρούχα, αισθανόμενα κάθε καμπύλη και κάθε γραμμή. Τα δάχτυλά μου άφηναν τα σημάδια μου στο λαιμό και στην κλείδα της, καθώς την κρατούσα σφιχτά κοντά μου. Το δέρμα της ήταν απαλό και ζεστό κάτω από τα δάχτυλά μου, και κάθε άγγιγμα μου φαινόταν να την κάνει να ανατριχιάζει.

Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, και η ανάγκη να την έχω ολοκληρωτικά με κατέκλυζε. Το σώμα της ανταποκρινόταν στο δικό μου με έναν τρόπο που με τρέλαινε, και κάθε φιλί, κάθε άγγιγμα, κάθε ψίθυρος της με έκανε να τη θέλω όλο και περισσότερο. Ήταν σαν να ξυπνούσε κάτι πρωτόγονο και άγριο μέσα μου, κάτι που δεν μπορούσα να ελέγξω και δεν ήθελα να ελέγξω.

Η στιγμή αυτή ήταν μαγική, γεμάτη πάθος και ένταση, και ήξερα ότι δεν θα την ξεχνούσα ποτέ. Ήταν η στιγμή που ξαναβρήκα την χαμένη μας σύνδεση, η στιγμή που οι ψυχές μας ενώθηκαν ξανά μέσα από τη φλόγα της επιθυμίας.

"Θα μπορέσεις να κάνεις ησυχία;" τη ρώτησα όταν τα στόματά μας απομακρύνθηκαν για να πάρουμε αέρα. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει, το κραγιόν της είχε μουτζουρωθεί και τα πράσινα μάτια της με κοιτούσαν με πόθο, αναμμένα από την ένταση της στιγμής.

"Όχι. Σε θέλω εδώ και τώρα," ψιθύρισε πριν με φιλήσει ξανά, με μια απελπισμένη λαχτάρα που δεν μπορούσε να κρύψει.

Έπρεπε να είμαι λογικός, αν και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από την επιθυμία. "Δεν γίνεται εδώ," είπα, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. "Στο αυτοκίνητο. Πάμε να χαιρετήσουμε τη μάνα μου και φεύγουμε αμέσως."

Εκείνη με κοίταξε για μια στιγμή, προσπαθώντας να συγκρατήσει την επιθυμία της, και στη συνέχεια κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Πήρα το χέρι της και την οδήγησα προς το σπίτι. Τα βήματά μας ήταν γρήγορα και ανυπόμονα, και κάθε τόσο τα μάτια μας συναντιόντουσαν, γεμάτα με υπόσχεση για αυτό που θα ακολουθούσε.

Office 322Where stories live. Discover now