Κεφαλαιο 1.

111 36 19
                                    

Χριστούγεννα 2024

Άνοιξε τα μάτια της στους ήχους ενός Χριστουγεννιάτικου τραγουδιού που ακουγόταν από το ραδιόφωνο που λειτουργούσε σαν ξυπνητήρι της. Έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και το έκλεισε αμέσως γιατί δεν άντεχε οτιδήποτε είχε σχέση με την εποχή. Μέχρι πέρυσι την αγαπούσε αλλά φέτος, από τη στιγμή που μπήκε ο Δεκέμβριος, ένα συναίσθημα μίσους κατέκλεισε την καρδιά της και διέγραψε κάθε ίχνος χαράς σκεπτόμενη τι συνέβη στις γιορτές τον προηγούμενο χρόνο. Έγινε μία μοντέρνα έκδοση του Γκρίντς αλλά δεν την ένοιαζε. Ταίριαζε αυτή η συμπεριφορά με την πικρία που μαζεύτηκε στην καρδιά της έπειτα από εκείνο το βράδυ που ο άνθρωπος που αγαπούσε της ανακοίνωσε ότι ήταν ερωτευμένος με άλλη. Τέτοια εποχή ήταν, λίγο πριν μπει ο Δεκέμβριος. Θα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα μαζί, θα έκαναν όνειρα, θα έπιναν ζεστή σοκολάτα μπροστά από το τζάκι, αλλά τώρα όλα αυτά τα έκανε με άλλη.

Η Αμέλια πήρε μια βαθιά ανάσα και θυμήθηκε τα λόγια της καθηγήτριας γιόγκα στην οποία κατέφυγε για να βρει τρόπο να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά της. Πάρε βαθιά ανάσα- μέτρα ως το τρία όσο ανασαίνεις, κράτα την ανάσα- μέτρα ως το τρία και μετά άφησε τη να βγει. Επανέλαβε όσες φορές χρειάζεται. Το έκανε τρεις φορές και πραγματικά δούλεψε γιατί όταν βγήκε κάτω από τα σκεπάσματα, ένιωθε έτοιμη να ξεκινήσει τη μέρα της. Έκανε ένα ντους, ντύθηκε και έπιασε τα πλούσια μαλλιά της σε μια κοτσίδα πριν πάει στην κουζίνα για να φτιάξει τον πρώτο καφέ της ημέρας. Έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο. Έβρεχε εκείνο το πρωινό. Χαμογέλασε ασυναίσθητα γιατί λάτρευε τη βροχή και τη μουντάδα που έφερνε μαζί της. Άνοιξε το παράθυρο ελάχιστα για να μπορέσει να μυρίσει το βρεγμένο χώμα. Πόσο της άρεσε αυτή η μυρωδιά. Ηρεμούσε όλο της το είναι... την ηρεμία, όμως, χάλασε ο ήχος από το κινητό της που χτυπούσε σαν τρελό. Δε χρειάστηκε καν να κοιτάξει την οθόνη γιατί ήξερε πως αυτή την ώρα ένας άνθρωπος μόνο μπορούσε να την καλεί.

«Καλημέρα μαμά», είπε, με έναν βαρύ γιατί ήταν σίγουρη πως θα ξεκινούσε τη μέρα της εκνευρισμένη.

«Καλημέρα, αν μπορείς να την πεις, δε λέει να σταματήσει να βρέχει. Εκεί βρέχει; Τι καιρό έχετε;»

Η πρώτη της ερώτηση ήταν πάντα αυτή, τι καιρό έχει, λες και μάζευε πληροφορίες για το δελτίο καιρού.

«Κι εδώ βρέχει-»

«Άσε, όπως εδώ αποκλείεται, έχουν πλημμυρίσει δρόμοι και δεν μπορούμε να βγούμε από την πόρτα μας. Χαμός σου λέω, το νερό φτάνει στο γόνατο». Αυτή η υπερβολή της ήταν αβάσταχτη κυρίως γιατί πάντα ένιωθε την ανάγκη να συναγωνίζεται με τους άλλους για τα πάντα. Ακόμα και για τη βροχή. «Τρως;»

Συνέβη εκείνα τα Χριστούγεννα Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon