Κεφάλαιο 2.

121 34 64
                                    

Το τελετουργικό κάθε απόγευμα, μετά τη δουλειά, ήταν να κάνει μια βόλτα δίπλα στις όχθες του Σηκουάνα. Ήθελε όταν γυρίσει σπίτι το μυαλό της να είναι άδειο από έγνοιες και κοντά στο ποτάμι το κατάφερνε με μεγάλη ευκολία. Βρήκε ένα σημείο όπου δεν υπήρχε πολύς κόσμος και κάθισε για να απολαύσει τα πολύχρωμα φώτα από τους στολισμούς. Ένα πράγμα δε θα συγχωρούσε ποτέ στον Πιέρ, εξαιτίας του έχασε κάθε ενδιαφέρον για μια γιορτή που λάτρευε. Προσπάθησε να μη συνδυάσει τα Χριστούγεννα με την ταπείνωση που ένιωσε. Μερικές φορές ρωτούσε τον εαυτό της αν ήταν ο εγωισμός της που μιλούσε, όσον αφορά τον Πιέρ και τον χωρισμό του, ή αν όντως λυπήθηκε που τον έχασε. Ήθελε να πιστέψει πως ήταν θέμα εγωισμού αλλά της έλειπε πολλές φορές και δεν της το έκανε εύκολο. Δεν τον είχε δει έναν ολόκληρο χρόνο μα η μορφή του ήταν αποτυπωμένη στο μυαλό της και δεν έλεγε να βγει από εκεί. Την πλήγωσε. Κρατούσε την καρδιά της στα χέρια του και αντί να την προσέξει, την άφησε κάτω και χόρεψε πάνω της μέχρι που τη γέμισε με μικρά σπασίματα που δύσκολα θα μπορούσαν να κολλήσουν ξανά.

Ο αέρας ήταν παγωμένος αλλά δεν την πτόησε. Τύλιξε το κασκόλ γύρω από το λαιμό της και συνέχισε τη βόλτα της κοιτώντας μελαγχολικά τα ζευγάρια να περπατάνε αγκαλιασμένα και τα πλοιάρια να πηγαινοέρχονται γεμάτα με κόσμο που γιόρταζε την ίδια τη ζωή και τον έρωτα. Αναστέναξε δυνατά. Της έλειπε αυτό το συναίσθημα, περισσότερο απ' όσο θα ήθελε. Άραγε θα έβρισκε ποτέ κάποιον με τον οποίο θα μπορούσε να περπατήσει αγκαλιά δίπλα στο ποτάμι;

Κάποιος την έσπρωξε με δύναμη ενώ περνούσε από δίπλα της και η Αμέλια έχασε το βήμα της. Παραλίγο να βρεθεί στο έδαφος, αλλά την έπιασε λίγο πριν την πτώση ένας άντρας που στεκόταν παραδίπλα. Μέσα στον πανικό της δεν κατάλαβε πως ο τύπος που την έσπρωξε άρπαξε την τσάντα της, αλλά είδε τον ψηλό άντρα που τη βοήθησε να τρέχει ξωπίσω του χωρίς δισταγμό και κράτησε την ανάσα της. Δεν μπορούσε να κουνηθεί από το σοκ αλλά παρακολουθούσε τη σκηνή μαζί με κάποιους περαστικούς που πήραν είδηση τι έγινε, με το στόμα ανοιχτό. Μερικά λεπτά αργότερα, ο άντρας που τη βοήθησε επέστρεψε, με την τσάντα της στο χέρι του. Ο κόσμος τον χειροκρότησε όταν την επέστρεψε στην Αμέλια κι εκείνη γέλασε κοφτά, ανήμπορη να πιστέψει τι συνέβη.

Κοίταξε τον ψηλό άντρα με ενδιαφέρον. Τα έντονα μπλε μάτια του ήταν όμορφα και η ματιά του διεισδυτική. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό, είχε υπέροχο χαμόγελο και καστανόξανθα μαλλιά που χρειάζονταν ένα κούρεμα επειγόντως.

Συνέβη εκείνα τα Χριστούγεννα Where stories live. Discover now