Chapter 40

369 42 11
                                    

(Επιστρέφω στην κανονική αφήγηση απο την μεριά της Μυρτώς)

Ξυπναω απο την μυρωδιά φρέσκου καφέ.
Ανοίγω τα ματια μου και κατευθυνομαι αγουροξυπνημενη προς την κουζίνα
Εκεί βρίσκω τον Τζίμμυ ημίγυμνο να φτιάχνει καφέ.
Ο Χριστός και η μάνα του.
Κυκλοφορούν και άλλοι εδώ μέσα Δημητράκη

Μ: καλημέρα μωρο μου
Τ: ωπ ξύπνησες;κάθησε κάθησε
Μ: απο οτι βλέπεις..

Τον κοιτάζω εξεταστικα απο πάνω μέχρι κάτω και έπειτα συνεχιζω..

Μ: ξέρεις..-
Τ: δεν είναι κανεις εδώ,ηρέμησε
Μ: ωραία
Τ: σαρεσε ναι; τι έχεις πάλι στο βρώμικο μυαλό σου;
Μ: χμ εγώ τίποτα,εσενα πήγε το μυαλό σου εκεί
Τ: δικαιολογίες.
Λοιπον,πάρε πρωινό, πάω ν ταΐσω τα παιδιά και μετα θα πάμε βόλτα οποτε πρέπει να ετοιμαστεις.

(Εδώ να σημειώσουμε οτι η Μυρτώ δεν έχει γάλα,γιατί της κοπηκε απο το κλάμα)

Μ: απο ποτε εσύ ξέρεις να ταΐζεις; Τ: όποιος ενδιαφέρεται μαθαίνει
Λοιπον φάε τώρα,μην αργησουμε

[...]

Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου καθώς κατεβαινω κουβαλωντας το καρότσι με τα μωρά.

Ο Τζιμμυ τοποθετεί ενα μαντήλι στα ματια μου για να μην βλέπω.
Προχωράμε σιγά σιγά, καθώς μου ανοίγει το μαντήλι για να δω.
Βρίσκομαι σε ενα άγνωστο σπίτι,με πισίνα και μια κούνια διπλα, ενα τεράστιο κήπο με γκαζόν και διάφορα παιχνιδια όπως τσουλήθρα τραμπάλα κλπ
Εξωτερικά είναι μπεζ και τα παράθυρα είναι σε μια απόχρωση του καφέ.Το σπίτι είναι διόροφο και βρίσκεται μακρια απο το κεντρο.

Ο πιανίστας της καρδιάς μουWhere stories live. Discover now