Άλλα δύο βράδια άντεξα σχεδόν ξάγρυπνος στα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας μου ψάχνοντας πληροφορίες και συλλέγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο για την έρευνά μας.
Έτριψα με δύναμη το πρόσωπό μου και προσπάθησα να βάλω και πάλι τις σκέψεις μου σε μια σειρά. "Ακόμα εδώ είσαι;" μπήκε η Κάρλα μέσα και κάθισε βαριά στην καρέκλα μπροστά μου. "Έχει πάει έντεκα και μισή... Θα κάτσεις κι άλλο;" με ρώτησε κοιτάζοντας το ρολόι της. Έγνεψα αρνητικά και άφησα την πλάτη μου να ακουμπήσει στην καρέκλα πίσω μου. "Δεν έχω άλλες αντοχές για απόψε..." είπα σιγανά "θα πάω να φάω και να κοιμηθώ σαν άνθρωπος απόψε..." πρόσθεσα και σηκώθηκα απότομα όρθιος. "Εσύ;" έγνεψα προς την συνεργάτιδά μου και εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. "Μάλλον ήσυχη βραδιά θα έχουμε... Ο Τζάρεντ έχει φύγει από νωρίς" απάντησε βγαίνοντας έξω.
Άρπαξα το σακάκι και τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και μπήκα στο ασανσέρ. Λίγα λεπτά αργότερα κατέβηκα στο πάρκινγκ και πατώντας το κουμπί στα κλειδιά μου ξεκλείδωσα τις πόρτες και μπήκα μέσα. Η κούρασή μου ήταν φοβερή... Δεν είχα αντοχές ούτε να φάω. Ήθελα μόνο να πάω σπίτι και να πέσω με τα ρούχα στο κρεβάτι.
Σε λιγότερο από μισή ώρα ξεκλείδωνα την εξώπορτα του σπιτιού μου. Μπήκα μέσα, πέταξα τα κλειδιά στο μικρό τραπεζάκι μπροστά στην είσοδο, και παράτησα το μπουφάν μου στην πρώτη πολυθρόνα που βρέθηκε μπροστά μου. Στα αυτιά μου έφτασε ο ήχος του κινητού μου, μα δεν έκανα καμία κίνηση να το σηκώσω. Είχα ανάγκη από ξεκούραση εκείνο το βράδυ, και δεν θα την θυσίαζα για κανέναν. Ο πονοκέφαλος ήταν ήδη αρκετά δυνατός και δεν είχα καμία όρεξη να απαντήσω για να με υποχρεώσουν να γυρίσω και πάλι στην υπηρεσία.
Έβαλα ένα ποτό στο ποτήρι μου και πήρα το μπουκάλι μαζί μου. Κάθισα στον καναπέ, άνοιξα την τηλεόραση, άπλωσα τα πόδια στο τραπεζάκι μπροστά μου κι έκλεισα τα μάτια. Δέχτηκα ευχάριστα το κάψιμο από το αλκοόλ μέσα μου, και το άφησα να κάνει την δουλειά του. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να αποβάλω το στρες και την πίεση των τελευταίων εβδομάδων που με έπνιγε στην δουλειά. Το σώμα μου χαλάρωσε... το μυαλό μου σχεδόν άδειασε και η κούραση των ημερών με κατέβαλε...
Μέσα στον ύπνο μου άκουγα και πάλι το καταραμένο τηλέφωνο να χτυπά μανιασμένα. Άνοιξα τα μάτια μου και μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν. Το αχνό φως της λάμπας φώτιζε αμυδρά το σαλόνι μου και το πρόγραμμα της τηλεόρασης είχε σταματήσει από ώρα. Ανακάθισα στον καναπέ και κοίταξα νυσταγμένος το ρολόι μου: τέσσερις και τέταρτο τα ξημερώματα. "Τι στο διάβολο..." μονολόγησα, σηκώθηκα ενοχλημένος και άρπαξα το κινητό μου από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου.
"Που στο διάβολο είσαι Άλεξ;" η τσιριχτή φωνή της συνεργάτιδάς μου καρφώθηκε στα αυτιά μου. "Προσπαθώ να σε βρω ώρες γαμώτο!" συνέχισε χωρίς να δίνει σημασία στην σιωπή μου. "Τι τρέχει Κάρλα...πριν μερικές ώρες σου είπα ότι τελείωσα για απόψε... πάρε τον Τζάρεντ εάν χρειάζεσαι κάτι..." της είπα βιαστικά και ετοιμάστηκα να κλείσω την γραμμή. "Ο Τζάρεντ είναι ήδη εδώ Άλεξ... εσένα περιμένουμε μόνο. Πρέπει να έρθεις στα κεντρικά" είπε έντονα και δεν μου άφησε περιθώρια για να διαμαρτυρηθώ. "Τι τρέχει;" ρώτησα κοφτά και φίδια άρχισαν να με ζώνουν με την σιωπή της. Την άκουσα να αναστενάζει από την άκρη της γραμμής "απλά έλα... ΟΚ; απλά έλα στα γραφεία όσο πιο σύντομα μπορείς" μου απάντησε στεγνά κι έκλεισε το τηλέφωνο. "Γαμώτο" ψέλλισα και άδειασα το υπόλοιπο ποτό από το ποτήρι μου με μια γουλιά. Είχα προλάβει να κοιμηθώ μερικές ώρες, αλλά δυστυχώς δεν ήταν αρκετό. Ο πονοκέφαλος επέμενε, και μπήκα στο μπάνιο ψάχνοντας για μερικά παυσίπονα. Αφού πήρα δύο μαζεμένα, άρπαξα το σακάκι μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και κλείδωσα την πόρτα πίσω μου.
Η παγωνιά του πρωινού με χτύπησε καταπρόσωπο. Πλησιάζαμε με γοργούς ρυθμούς προς τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές και το κρύο είχε καλύψει την πόλη... το χιόνι παραμόνευε στις γωνιές της Νέας Υόρκης. Μπήκα στο αμάξι, άναψα απευθείας την θέρμανση, και έτριψα με δύναμη τα χέρια μου προσπαθώντας να τα ζεστάνω με την ανάσα μου. Οι δρόμοι ευτυχώς ήταν άδειοι, κι έτσι γρήγορα βρέθηκα να παρκάρω κάτω από τα γραφεία. Έδειξα την ταυτότητά μου στον φύλακα, και μπήκα στο ασανσέρ. Εκείνη την στιγμή χτύπησε και πάλι το κινητό μου και ο πονοκέφαλος με ξαναθυμήθηκε ξαφνικά. Είδα πάλι το νούμερο της Κάρλας και εκνευρίστηκα όσο δεν πήγαινε "Τι στο διάβολο είναι τώρα;" απάντησα βρίζοντας μα εκείνη δεν πτοήθηκε καθόλου. "Που είσαι;" με ρώτησε κοφτά και άκουσα μια πόρτα να κλείνει πίσω της με θόρυβο. "Στο ασανσέρ Κάρλα, σε λίγα λεπτά θα είμαι εκεί" είπα μέσα από τα χείλη μου και έκλεισα απότομα την γραμμή.
Ο θόρυβος του ασανσέρ που έφτασε στον όροφό μου με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Βγήκα έξω και κατευθύνθηκα προς το γραφείο μου, μα πριν προλάβω να κάνω παραπάνω από μερικά βήματα, ο Τζάρεντ βρέθηκε μπροστά μου. "Που είσαι ρε μαλάκα;!" μου φώναξε εκνευρισμένος και τα νεύρα μου τσιτώθηκαν στο λεπτό. Του χάρισα μια άγρια ματιά και χωρίς να πω κουβέντα τον ακολούθησα. Μου άνοιξε την πόρτα του γραφείου που βρισκόταν δίπλα στο δωμάτιο ανάκρισης και μπήκαμε μέσα.
Εκτός από την Κάρλα, στο δωμάτιο βρισκόταν και ο αρχηγός. Τον είχαν ξεσηκώσει τέτοια ώρα και βρισκόταν εκεί; Τι στο καλό συνέβαινε;"Κάρλα;" ρώτησα με την απορία ζωγραφισμένη στο βλέμμα μου ενώ τρία ζευγάρια μάτια με παρακολουθούσαν προσεκτικά. "Θα μου πει κάποιος τι στο καλό τρέχει;" η φωνή μου ακούστηκε λιγότερο εκνευρισμένη και έντονη απότι πραγματικά ήταν. Η φωνή του αφεντικού μου ήχησε ήρεμη στο μικρό γραφείο "που ήσουν Άλεξ; Σε ψάχναμε ώρες". Τον κοίταξα σμίγοντας τα μάτια "κοιμόμουν" είπα στεγνά και ένιωθα το βλέμμα των συνεργατών μου κολλημένο πάνω μου. Η συμπεριφορά τους δεν μου άρεσε... Κάτι είχε συμβεί και ένιωσα ένα ρίγος στην ραχοκοκαλιά μου...
YOU ARE READING
Το σημάδι
RomanceΈνα ανθρωποκυνηγητό ξεκινάει στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Άλεξ με τους συνεργάτες του θα κάνει ότι μπορεί για να ανακαλύψει τον άνθρωπο που μόνο θύματα αφήνει στο πέρασμά του... Οι εκπλήξεις στην υπόθεση αυτή πολλές... ο κίνδυνος τον πλησιάζει...