«Μην πλησιάσεις άλλο!» με προειδοποίησε ο Τζάρεντ μα δεν απάντησα. Το βλέμμα μου εξακολουθούσε να τους παρακολουθεί σαν γεράκι, και δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουν από εκεί ζωντανοί. Ή εγώ ή αυτοί.
Έβαλα το χέρι μέσα από το παλτό μου και η παλάμη μου χάιδεψε απαλά το κρύο μέταλλο του όπλου μου. Το τράβηξα σταθερά και το κράτησα γερά στο χέρι μου. Τα πόδια μου με οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην φωλιά του λύκου, εκεί που στεκόταν η Κάρλα με τον δολοφόνο. «Άλεξ!» άκουσα πίσω μου και πάλι την φωνή του Τζάρεντ μα δεν έδωσα σημασία. «Γαμώτο!» τον άκουσα και πάλι να βρίζει και αμέσως μετά να μιλάει στο κινητό. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε, είχα εστιάσει μπροστά, με το όπλο στο χέρι προχωρούσα με βήμα σταθερό προς την τελευταία πράξη της υπόθεσης που με βασάνιζε τόσους μήνες.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και κάθε μου βήμα με έφερνε πιο κοντά στη Σοφία, πιο κοντά στους δολοφόνους. Μέχρι που η Κάρλα με είδε. Μέχρι που τα μάτια της εστίασαν πάνω μου και άνοιξαν διάπλατα. Το ίδιο έκανε και ο άντρας που βρισκόταν κοντά της. Ο Λίαμ Σάμερς! Έστρεψαν και οι δύο το βλέμμα τους στο αυτοκίνητο, και το σφίξιμο στο στομάχι μου έγινε πιο έντονο. Δεν ήμουν πια ο στόχος τους, δεν ήμουν εγώ, αλλά η Σοφία! Η δική μου Σοφία! Εκεί ήθελαν τα καθάρματα να με χτυπήσουν, εκεί!
Άρχισα να τρέχω με λύσσα προς το μέρος τους την στιγμή που και οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς το αμάξι. «Ψηλά τα χέρια Σάμερς!» ούρλιαξα με όλη μου την δύναμη, και ένιωσα τις φλέβες στο λαιμό μου έτοιμες να εκραγούν. Δεν μου έδωσαν καμία σημασία και συνέχισαν να τρέχουν προς την Σοφία.
Και τότε έγινε το λάθος.... Και το έκανε η Σοφία... η δική μου Σοφία.
Βγήκε από το αμάξι. Βγήκε έξω και ο Σάμερς την άρπαξε κολλώντας την πάνω του. Η καρδιά μου σταμάτησε. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι σταμάτησε εκείνη τη στιγμή! Το μοχθηρό του χαμόγελο, η λάμψη στα μάτια της Κάρλας έκαναν το θυμό μου να ξεχειλίζει, τον φόβο μου να με παραλύει! «Σοφία!» ψιθύρισα μόλις αντίκρισα το μπλε των ματιών της, τα δάκρυά της με συνέφεραν και σήκωσα το όπλο σημαδεύοντας τον Σάμερς.
«Πέτα το όπλο σου Άλεξ!» η φωνή της Κάρλα αντήχησε στα αυτιά μου, και το όπλο της άστραψε κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό. Την είδα να με σημαδεύει, η φίλη μου, η συνάδελφός μου δεν θα δίσταζε να πατήσει την σκανδάλη, δεν θα δίσταζε να γίνει δολοφόνος. Ο Σάμερς δεν έβγαλε κουβέντα, είχε το ίδιο σατανικό χαμόγελο στα χείλη του, το ίδιο μοχθηρό βλέμμα στα μάτια του. Ήταν άρρωστος, ήταν άρρωστος και κρατούσε στα χέρια του την Σοφία!
«Άφησέ την Σάμερς!» ούρλιαξα ξανά αγνοώντας την Κάρλα και αυτό ήταν λάθος. Το πρώτο μου λάθος.
Τον άκουσα να γελάει, να τραβάει την γυναίκα μου και να με πλησιάζει αργά. Πίσω του η Κάρλα με το χέρι ακόμα στην σκανδάλη, μόνο που αυτή τη φορά σημάδευε την Σοφία, και όχι εμένα.
«Πως νιώθεις Άλεξ;»με ρώτησε πετώντας τα γυαλιά και τον σκούφο από το πρόσωπό του. Είχε γεράσει. Φαινόταν κουρασμένος, και ταλαιπωρημένος, και μάταια προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου την μορφή του από την τελευταία μας συνάντηση στην δίκη του αρκετά χρόνια πριν.
«Δεν σου φταίει σε τίποτα η κοπέλα Σάμερς!» του φώναξα ξανά, «εμένα θέλεις!» πρόσθεσα παρακαλώντας νοερά να με ακούσει.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Εκείνη θέλω» είπε απαλά και χαμογέλασε. «Εκείνη θέλω, για να πονέσεις, να δω στα μάτια σου να καθρεφτίζεται το αίμα της καθώς θα τρέχει απ' τον κομμένο της λαιμό!» συνέχισε με έμφαση και για μια στιγμή τα έχασα. Το βλέμμα της Σοφίας έκρυβε φόβο, έτρεμε στα χέρια του δολοφόνου μα εγώ ήμουν ανήμπορος να την βοηθήσω. Θα την σκότωνε το καθίκι, θα την σκότωνε!
«Κάτω τα χέρια σου κάθαρμα! Κάτω τα χέρια σου!!» ούρλιαξα μόλις είδα την λεπίδα του μαχαιριού που έβγαινε από την τσέπη του. Κοίταξα γύρω μου αγχωμένος. Δεν υπήρχε ψυχή! «Που στο διάβολο είχε εξαφανιστεί ο Τζάρεντ!» σκέφτηκα για ένα μόνο λεπτό. Στάλες ιδρώτα άρχισαν να μαζεύονται στο μέτωπό μου, και η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο μέσα μου. Θα τα έπαιζα όλα για όλα. Όλα για όλα!
Σήκωσα και πάλι το όπλο και σημάδεψα τον Σάμερς. Η φωνή της Κάρλα με προειδοποιούσε, με απειλούσε, μα δεν την άκουγα. Μπροστά μου έβλεπα μόνο έναν δολοφόνο, αυτόν που απειλούσε να καταστρέψει την ευτυχία μου, την ζωή μου ολόκληρη. «Εξαιτίας σου αγαπητέ μου Άλεξ! Εξαιτίας σου, αυτό το γλυκό κορίτσι θα πεθάνει μια τόσο όμορφη μέρα! Εκδίκηση το λένε... Εκδίκηση το λένε Άλεξ, να πληρώσεις το λάθος σου! Το λάθος που έκανες πριν τόσα χρόνια!» άλλαξε η όψη του Σάμερς, εξαγριώθηκε και τον είδα να πιέζει περισσότερο το μαχαίρι στον λαιμό της Σοφίας. Την είδα να πασχίζει να ελευθερωθεί, την άκουσα να ζητάει βοήθεια, σχεδόν άκουσα τους χτύπους της καρδιά της. «Σοφία!» ψιθύρισα απαλά και πάτησα την σκανδάλη!
Ήμουν σίγουρος ότι η σφαίρα μου βρήκε τον στόχο της... Ήμουν σίγουρος μα δεν μπορούσα να δω! Δεν μπορούσα! Ένα κάψιμο ένιωσα μόνο, ένα κάψιμο που έγινε πόνος και ένιωσα το κορμί μου να αιωρείται. Φωνές... άκουγα την φωνής της Σοφίας, το κλάμα της, τα ουρλιαχτά της.
«Πατέρα! Πατέρα!» Ποιος; Ποιος;
«Άλεξ! Άλεξ!» ο Τζάρεντ... ο Τζάρεντ σκέφτηκα με μιας, και προσπάθησα να τον σπρώξω να πάει στην Σοφία, μα το σώμα μου δεν υπάκουσε, η φωνή μου δεν ακούστηκε...
CZYTASZ
Το σημάδι
RomansΈνα ανθρωποκυνηγητό ξεκινάει στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Άλεξ με τους συνεργάτες του θα κάνει ότι μπορεί για να ανακαλύψει τον άνθρωπο που μόνο θύματα αφήνει στο πέρασμά του... Οι εκπλήξεις στην υπόθεση αυτή πολλές... ο κίνδυνος τον πλησιάζει...