κεφάλαιο 20

1.7K 216 10
                                    


Ήταν αργά την νύχτα όταν πάρκαρα το αμάξι μου στο υπόγειο πάρκινγκ του συγκροτήματος των διαμερισμάτων που έμενα. Με βήματα βαριά πήρα τον δρόμο για το ασανσέρ, και σχεδόν ανυπομονούσα για πρώτη φορά, να βρεθώ στο σπίτι μου. Φτάνοντας στην πόρτα, χαιρέτησα με ένα νεύμα τους δύο συναδέλφους με πολιτικά, που φύλαγαν το σπίτι μου, και μπήκα βιαστικά μέσα κλειδώνοντας πίσω μου.

Το σαλόνι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Μόνο μια λάμπα με αχνό φως άναβε στην άκρη του δωματίου, και μια παράξενη σιωπή είχε απλωθεί στον χώρο όπου με έκανε να ακούω σχεδόν, τους χτύπους της καρδιάς μου. Στάθηκα ακίνητος για κάποια λεπτά προσπαθώντας να αφουγκραστώ κάποιον θόρυβο, κάποιο σημάδι ζωής από την Σοφία. Η βαριά μου ανάσα με συνέφερε και με βήμα σχεδόν αθόρυβο προχώρησα προς το σαλόνι. Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα το απαλό φως του πορτατίφ να βγαίνει από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου μου τράβηξα προς τα εκεί. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα σχεδόν μου έκοψε την ανάσα. Η Σοφία βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι μου, το φαρδύ φανελάκι που φορούσε κάλυπτε μόνο τα απαραίτητα, ενώ το αχνό φως της έδινε μια ιδιαίτερη ομορφιά. Έμεινα να την χαζεύω ώρα... κάθισα απέναντί της για μια ακόμα φορά, προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου που επηρεαζόταν από την θέα της τόσο εύκολα. "Σοφία..." το όνομά της γλίστρησε από τα χείλη μου και τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν. Την είχα ανάγκη... Την είχα ανάγκη γαμώτο και όσο και αν προσπαθούσα να το αποτρέψω ή να μην το αποδεχτώ, δεν τα κατάφερνα. Τα δίχτια της με είχαν τυλίξει, τα μάτια της με ταξίδευαν σε θάλασσες καινούριες, άλλοτε φουρτουνιασμένες, άλλοτε ήρεμες και γαλήνιες.

Πέταξα από πάνω μου τα ρούχα μου και ξάπλωσα δίπλα της. Η ζέστη του κορμιού της με αγκάλιασε αμέσως, και το δροσερό της άρωμα έφτασε βαθιά μέσα μου. Τα χέρια μου τυλίχτηκαν στο ημίγυμνο κορμί της και την ένιωσα να γυρίζει προς την μεριά μου. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, δεν ήθελα να την δω, δεν ήθελα να τα ανοίξω για να μην εγκλωβιστώ και πάλι στο βαθύ της μπλε. Ένιωθα όμως το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό μου, και δεν άντεξα... Βούλιαξα μέσα της, χάθηκα στην θάλασσά της, μέχρι που τρόμαξα με τον εαυτό μου. Έκλεισα βιαστικά και πάλι τα μάτια μου, μα αμέσως ένιωσα το χέρι της στο μάγουλό μου. "Γύρισες" την άκουσα να μου λέει ψιθυριστά καθώς τα δάχτυλά της συνέχιζαν την βόλτα τους στο πρόσωπό μου. "Πάντα θα γυρίζω" αποκρίθηκα σιγανά... τόσο σιγανά σαν να μην ήθελα να το ακούσω ούτε εγώ. Το χαμόγελό της με μάγεψε... νομίζω δεν την είχα δει ποτέ να γελά και δεν πίστευα ότι το πρόσωπό της μπορούσε να γίνει πιο φωτεινό, πιο γαλήνιο.

Το σημάδιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora