κεφάλαιο 18

1.7K 206 20
                                    


Η ανάσα της ακουγόταν ήρεμη και απαλή δίπλα μου. Τα μάτια της κλειστά μα ένιωθα λες και μπορούσα να διακρίνω το χρώμα τους πίσω από τα κλειστά βλέφαρά της. Την κοιτούσα σαν υπνωτισμένος και τα δάχτυλά μου ακολουθούσαν την πορεία του τατουάζ στην γυμνή της πλάτη. Ένα ένα γράμμα καρφωνόταν στο μυαλό μου και το μελάνι του πότιζε το δικό μου δέρμα. 

Μόλις είχα κάνει έρωτα με μια γυναίκα που δεν την ήξερα, δεν γνώριζα τίποτα για το παρελθόν της, δεν γνώριζα τίποτα περισσότερο από το όνομά της. Κι όμως αυτή η γυναίκα που ίσως αποδεικνυόταν ο χειρότερος εχθρός μου, με είχε μαγέψει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Την κοιτούσα αμίλητος ενώ μέσα μου είχε ξεσπάσει μεγάλη μάχη. Πως άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί τόσο εύκολα; Πως άφησα τις ορμές και τα συναισθήματά μου να με οδηγήσουν σε εκείνη τόσο γρήγορα; Πως γίνεται να μαγεύτηκα τόσο έντονα από τα μάτια της; Ξεφύσηξα αθόρυβα και στύλωσα τα μάτια μου στο κενό.Δεκάδες ερωτήσεις έκαναν πάρτι στο κεφάλι μου, μα ήμουν σίγουρος ότι απαντήσεις δεν θα έβρισκα. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Ποιο ήταν το παρελθόν της; Ποια η σχέση της με τον δολοφόνο που κυνηγούσα και ποια η σχέση της με μένα; Γιατί κάθε φορά που την κοιτούσα ένιωθα ότι το βλέμμα της έβλεπε μέσα μου, διάβαζε κάθε κρυφή μου σκέψη και επιθυμία;

Την έκανα δική μου σχεδόν άγρια, σαν να ήθελα να την τιμωρήσω, σαν να ήθελα να την εκδικηθώ. Δεν μου αντιστάθηκε, και αυτό με εξόργισε ακόμα πιο πολύ. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ήταν όλα μέρος σχεδίου, μα παρόλαυτά είχα τόσο ανάγκη εκείνη τη συνεύρεσή μας, που στιγμή δεν άφησα την λογική μου να υπερισχύσει. Ακολούθησα απλά τα ίχνη του κορμιού της και με οδήγησε σε μέρη πρωτόγνωρα, μαγικά.

Την άφησα να κοιμάται στο κρεβάτι μου, και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι. Είχα ανάγκη να μείνω μόνος, χωρίς πειρασμούς να βρίσκονται στο πλάι μου, χωρίς εκείνη να με καλεί σαν σειρήνα στην αγκαλιά της. Πήρα το μπουκάλι με το ουίσκι μαζί μου και ξάπλωσα στον καναπέ. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο ήπια, μα αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν η μορφή της ακριβώς απέναντί μου, να με κοιτά με βλέμμα θολό από τον ύπνο, με το γυμνό της σώμα καλυμμένο πρόχειρο με ένα πουκάμισό μου. Ήμουν πιωμένος... τόσο πιωμένος που πραγματικά δεν θυμόμουν τίποτα από εκείνη την νύχτα πέρα από το βαθύ μπλε των ματιών της που με κοιτούσαν με απορία.

Ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο, και στομάχι ανακατωμένο. Βρέθηκα σκεπασμένος στον καναπέ, και το μπουκάλι με το αλκοόλ εξαφανισμένο. Σηκώθηκα με ιδιαίτερη προσπάθεια, και με βήμα που έτρεμε κατευθύνθηκα βιαστικά προς το δωμάτιο που είχα αφήσει την Σοφία να κοιμάται. Την βρήκα εκεί. Κουλουριασμένη στο κρεβάτι μου, και ήρεμη σαν μωρό. Μπήκα βιαστικά στο μπάνιο και προσπάθησα να συνέλθω από την βραδινή μου κραιπάλη. Η υπόθεση εκείνη την στιγμή βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό θα ήταν το μεγάλο μου λάθος.

Έπρεπε να συγκεντρωθώ στα στοιχεία που ήδη είχα, μα το μυαλό μου συνεχώς γύριζε γύρω της, σαν την μέλισσα γύρω από το μέλι. Άρπαξα ένα χαρτί, έγραψα ένα λακωνικό μήνυμα και αφού τηλεφώνησα για φύλαξη έξω από την πόρτα μου, κλείδωσα μέσα την Σοφία κι έφυγα με προορισμό τα κεντρικά της υπηρεσίας.

Λίγη ώρα αργότερα ανέβαινα με το ασανσέρ στον όροφο που βρισκόταν το γραφείο μου. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε ακόμα, μα δεν μου ξέφευγαν τα περίεργα βλέμματα των συναδέλφων μου μετά το χθεσινό μου κυνηγητό στο κτίριο για να βρω την Σοφία. Κατευθύνθηκα με βιαστικά βήματα προς τον προσωπικό μου χώρο κι έκλεισα με δύναμη την πόρτα πίσω μου. Πριν ακόμα κάτσω στην καρέκλα μου, άρπαξα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό του σπιτιού μου. "Σήκωσέ το..." μονολογούσα καθώς άκουγα τον γνωστό ήχο από την άκρη του ακουστικού. "Ναι" άκουσα την βραχνή φωνή της, και η καρδιά μου εκείνη την στιγμή κλότσησε στο στήθος μου. "Εγώ είμαι" είπα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα μα η σιωπή που μας τύλιξε ξαφνικά, με ενόχλησε. "Άλεξ" άκουσα το όνομά μου μερικά δευτερόλεπτα αργότερα μα αμέσως έσπευσα να την διακόψω. "Είμαι στην δουλειά... θα μείνεις μέσα μέχρι να επιστρέψω" ήμουν σίγουρος ότι δεν χρειαζόταν να ακούγομαι τόσο αυστηρός και απότομος, μα το θεώρησα απαραίτητο εκείνη τη στιγμή. "Κατάλαβες Σοφία; Δεν μπορείς να βγεις έξω, δεν μπορείς να πας πουθενά" πρόσθεσα βιαστικά, και χωρίς δεύτερη κουβέντα κατέβασα το τηλέφωνο στην θέση του. "Σκατά" μονολόγησα και πάλι κι έτριψα με δύναμη το μέτωπό μου. Σηκώθηκα απότομα από την θέση μου και τράβηξα τον μεγάλο πίνακα πίσω από το γραφείο μου, αποκαλύπτοντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης μπροστά μου. Πάλι φωτογραφίες από πτώματα, και λεπτομέρειες από τους φόνους εμφανίστηκαν μπροστά μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην υπόθεση.

Δεν είχα ιδέα πόση ώρα αργότερα σήκωσα το κεφάλι μου και είδα μπροστά μου την Κάρλα να με κοιτά εξεταστικά. "Πότε ήρθες;" με ρώτησε απότομα και σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Ξαφνιάστηκα που την είδα, μα πιο πολύ ξαφνιάστηκα με τον τόνο της. "Πόση ώρα; στέκεσαι εδώ;" της αντιγύρισα την ερώτηση και με κοίταξε ενοχλημένη. "Αρκετή" είπε κοφτά και κάθισε απέναντι μου. "Νόμιζα ότι δεν θα ξαναρθείς" συνέχισε να πετάει τα καρφιά της και κοίταξα εκνευρισμένος το ρολόι μου. Η ώρα ήταν περασμένη, και δεν είχα βγάλει καμία άκρη με την υπόθεση ακόμα. "Ο Τζάρεντ που είναι;" την ρώτησα αγνοώντας το καρφί της. "Τρέχει για την υπόθεση" είπε κοφτά και τα μάτια της γυάλισαν για μια στιγμή επικίνδυνα. Ξεφύσηξα δυνατά και σηκώθηκα από την θέση μου προσπαθώντας να τεντώσω τα πιασμένα μέλη μου. "Εάν έχεις να πεις κάτι πες το Κάρλα, και άσε στην άκρη τα μισόλογα" της είπα αδιάφορα και άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στα φώτα της πόλης μπροστά μου. "Είχαμε εξελίξεις...θύματα..." είπε κοφτά, μα εγώ τινάχτηκα λες και με είχαν πυροβολήσει εξ επαφής. 

Το σημάδιTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon