Κοιμήθηκα δεκατρείς ώρες εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο. Το σώμα μου με πρόδωσε και είχε ανάγκη από ξεκούραση. Προσπάθησα όσο μπορούσα να αδειάσω το κεφάλι μου από τις επίπονες σκέψεις, μα τα όνειρά μου γέμισαν από την Σοφία και την προδοσία της. Ο θυμός μου με έπνιγε και θόλωνε συνεχώς την κρίση μου. Προδοσία... Στις φλέβες μου κυλούσε δηλητήριο και όχι αίμα. Το μίσος μου με καθοδηγούσε και σύντομα θα το πλήρωνε ακριβά.
Ήταν αργά το απόγευμα όταν έφυγα από το ξενοδοχείο. Πήρα στους ώμους το σακ βουαγιάζ με τις φωτογραφίες και σταμάτησα το πρώτο λεωφορείο που πέρασε από μπροστά μου. Ο ιδρώτας κύλαγε στο μέτωπό μου παρόλο που το κρύο ήταν τσουχτερό εκείνο το βράδυ. Κάθισα στο τελευταίο κάθισμα και έσφιξα γερά πάνω μου την τσάντα που κρατούσα. Ένιωθα μικρές εκρήξεις μέσα μου, στο κεφάλι, στο στομάχι, στην καρδιά. Όλα γινόταν χίλια κομμάτια και αμέσως μετά όλα γύριζαν και πάλι στην θέση τους φωνάζοντας μία μόνο λέξη: εκδίκηση.
Η πιστή μου συνάδελφος, τόσα χρόνια φίλη... ο θυμός μου μεγάλωνε, φούντωνε, αγρίευε...
Αυτό όμως που με έπνιγε, αυτό που έκανε τη καρδιά μου χίλια κομμάτια ήταν η σκέψη της Σοφίας. Η γυναίκα εκείνη κυλούσε στο αίμα μου, είχε ριζώσει στην ψυχή μου. Τι παιχνίδι παιζόταν στην πλάτη μου; Γιατί δεν μπορούσα να θυμηθώ τον εαυτό μου κοντά της; Πως γινόταν να βρίσκεται δίπλα μου κι εγώ να μην έχω αναμνήσεις; Τι στο διάβολο, ποιος ήθελε να με τρελάνει έτσι;
Το φως από τις επιγραφές του δρόμου, οι εναλλαγές με το σκοτάδι έκαναν τον κεφάλι μου να πονάει ακόμα πιο πολύ. Έκλεισα τα μάτια και τα έσφιξα δυνατά. Μα μάταια...Οι σκέψεις μου με οδηγούσαν και πάλι σε εκείνη, και η μάχη που είχε ξεσπάσει μέσα μου δεν είχε προηγούμενο. Η καρδιά μου χτυπούσε στον ρυθμό της, μα το μίσος που ξεχείλιζε ήταν έτοιμο να την πνίξει. Έσπαγα το κεφάλι μου... υπέφερα, προσπαθούσα να θυμηθώ, μα ένα τεράστιο κενό είχε καλύψει το μυαλό μου. Πως στο διάβολο την ήξερα; Μήπως δεν ήμουν εγώ στις φωτογραφίες; Μήπως δεν ήταν η Σοφία; Κοίταξα προσεκτικά την εικόνα που κρατούσα γειά στα χέρια μου, μα δεν υπήρχε αμφιβολία, στην φωτογραφία ήμουν εγώ, και δίπλα μου η Σοφία. Η γυναίκα που γνώρισα πριν λίγο καιρό, η γυναίκα που μέχρι πριν λίγες μέρες έδινα και την ζωή μου για να προστατεύσω.
Συγκέντρωσα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο και άρχισα να αναγνωρίζω την περιοχή. Σηκώθηκα βιαστικά από το κάθισμά μου και κατέβηκα στην επόμενη στάση. Το σκοτάδι είχε αρχίσει ήδη να πέφτει και αυτό με βόλευε πολύ. Κρυβόμουν... εγώ, με τόσα χρόνια στον πόλεμο κατά του εγκλήματος, βρέθηκα να κρύβομαι σαν κοινός εγκληματίας. Στερέωσα καλύτερα τον σάκο στον ώμο μου και διέσχισα τον δρόμο προσεκτικά. Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκα μπροστά από το μαγαζί που ήθελα.
CITEȘTI
Το σημάδι
DragosteΈνα ανθρωποκυνηγητό ξεκινάει στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Άλεξ με τους συνεργάτες του θα κάνει ότι μπορεί για να ανακαλύψει τον άνθρωπο που μόνο θύματα αφήνει στο πέρασμά του... Οι εκπλήξεις στην υπόθεση αυτή πολλές... ο κίνδυνος τον πλησιάζει...