κεφάλαιο 31

1.1K 157 0
                                    


    «Πρέπει να την βρω Τζάρεντ, πρέπει να βρούμε την Σοφία πριν της κάνει κακό. Εμένα θέλει! Εμένα Θέλει!!» ούρλιαξα για άλλη μια φορά πετώντας μακριά ό,τι κρατούσα στα χέρια μου.
Ο θυμός είχε κατακλύσει το κορμί μου που έτρεμε από την έλλειψή της. «μια τρίχα της να πειράξει...μία τρίχα της να αγγίξει...θα την σκοτώσω εγώ ο ίδιος! Θα την πνίξω!» συνέχισα το παραλήρημα χάνοντας την ψυχραιμία μου.

«Θα την βρούμε... Θέλουν εσένα... Εκείνη είναι το δόλωμα Άλεξ, δεν θα την πειράξει είμαι σίγουρος...» με καθησύχασε ο συνάδελφός μου μα μέσα μου συνέχισα να τρέμω.
«Θα περιμένω το λάθος της, Κι είμαι σίγουρος πως δεν θα αργήσει να το κάνει. Υπομονή...»

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κρατώντας το κεφάλι μου. Δεν θα μπορούσα να κάνω υπομονή... έπρεπε να δράσω και γρήγορα.

«Τζάρεντ, πρέπει να την παγιδεύσουμε με κάποιο τρόπο, να την αναγκάσουμε να μας δείξει τον δρόμο είτε για την Σοφία, είτε για τον δολοφόνο, δεν μπορώ να περιμένω να κάνει το λάθ.....»
«Δεν πρέπει να κάνουμε βιαστικές κινήσεις! Κάνε λίγο υπομονή!» με διέκοψε απότομα και με έκανε να πεταχτώ από την θέση μου. Ο θυμός και ο φόβος με έπνιγαν, κι άρχισα να κάνω άσκοπα βόλτες στο μικρό δωμάτιο. Τα χέρια του Τζάρεντ όμως με άρπαξαν δυνατά και με σταμάτησαν απότομα.

«Άκουσέ με! Μην κάνεις τίποτα απολύτως! Θα σου αφήσω ένα κινητό τηλέφωνο. Μόλις έχω νέα θα σε ενημερώσω. Έχω κάτι στο μυαλό μου... κάνε λίγο υπομονή γαμώτο!».
Τα λόγια του με καθησύχασαν. Με ηρέμησαν για λίγο παρόλο που η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.

Έγνεψα καταφατικά και κάθισα και πάλι στο κρεβάτι. Έπρεπε να τον ακούσω. Ήμουν καταζητούμενος από τους πρώην συναδέλφους μου και τα χέρια μου αναγκαστικά ήταν δεμένα. Θα έπρεπε να περιμένω. Όσο δύσκολο κι αν ήταν, θα έπρεπε να περιμένω...

Την επόμενη μέρα έφυγα σχεδόν μεσημέρι από το μικρό ξενοδοχείο. Στην πλάτη κουβαλούσα τα στοιχεία που χρειαζόμουν και στην τσέπη το τηλέφωνο που μου έδωσε ο Τζάρεντ. Περίμενα να χτυπήσει, περίμενα ένα οποιοδήποτε νέο του καθώς γυρνούσα στους δρόμους της Νέας Υόρκης χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.
«Που είσαι;» η φωνή του Τζάρεντ καρφώθηκε στα αυτιά μου μόλις απάντησα το τηλέφωνο.

«Τι έγινε; Έχεις κάποιο νέο;» η αγωνία είχε χρωματίσει την φωνή μου και με το ζόρι συγκρατούσα τον εαυτό μου να μην ουρλιάξει.

«Η Κάρλα μου τηλεφώνησε» είπε προσεκτικά, κι αμέσως μετά πρόσθεσε «με ενημέρωσε ότι ζήτησε μερικές μέρες άδεια από τον αρχηγό».

«Άδεια; Τώρα; Χωρίς να έχει λυθεί η υπόθεση;» η απορία μου εύλογη και ο Τζάρεντ συμφώνησε αμέσως μαζί μου. «Έφυγε για το διαμέρισμά της πριν από πέντε λεπτά ακριβώς. Που βρίσκεσαι;»

Του έδωσα οδηγίες να έρθει να με βρει, κι ένιωθα ότι το κεφάλι μου θα σπάσει από την ένταση. Ήμουν σίγουρος ότι η άδεια της Κάρλας δεν ήταν τυχαία, η σκύλα ετοίμαζε κάτι, κι έπρεπε να το μάθω, έπρεπε να την σταματήσω!

«Θα μπεις ή όχι;» η φωνή του συνεργάτη μου με έβγαλε από το σύννεφο σκέψεων που είχα βυθιστεί και πλησίασα βιαστικά.

«Που το βρήκες το εργαλείο;»
«Με το δικό μου αμάξι θα κάναμε παρακολούθηση; Μπες!»

Σε λιγότερο από μισή ώρα βρισκόμασταν σταματημένοι κοντά στο σπίτι της. Ο Τζάρεντ με ενημέρωνε για τις τελευταίες εξελίξεις στο αρχηγείο, όταν είδαμε την Κάρλα να βγαίνει από την πολυκατοικία της κρατώντας μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. Βγήκε από την είσοδο μα στάθηκε και κοίταξε γύρω της λες και κάτι έψαχνε. Ετοιμαζόμουν να μιλήσω όταν αυτό που είδα με σόκαρε.
«Άλεξ...» ο Τζάρεντ με άρπαξε από το χέρι και προσπάθησε να με ηρεμήσει. Το αίμα μου άρχισε να κυλάει γρήγορα στις φλέβες, η ανάσα μου σχεδόν σταμάτησε και το κορμί μου ανατρίχιασε στην θέα της.

Εκεί λίγα μέτρα πιο μακριά από εμένα βρισκόταν η Σοφία, η γυναίκα που αγάπησα, η γυναίκα που θα έδινα την ζωή μου για να σώσω. Έτρεμα... ολόκληρος, σαν να μην μπορούσα να με ελέγξω.

«Όχι...» η φωνή του φίλου μου με πρόλαβε και πάλι και έμεινα ακίνητος στην θέση μου. «Το μόνο που δεν θέλουμε τώρα, είναι να κάνουμε βιαστικές κινήσεις».

Συμφώνησα σιωπηλά και παρέμεινα θεατής, καθώς η Κάρλα κρατούσε από το μπράτσο την Σοφία και την έβαζε σε ένα μαύρο ακριβό αμάξι.

Ο θόρυβος από το κινητό του Τζάρεντ με έβγαλε και πάλι από τις σκέψεις μου.
«Βγάζω φωτογραφίες» μου εξήγησε κι αμέσως έστρεψα και πάλι την προσοχή μου σ' εκείνη. Δεν μπόρεσα να διακρίνω το πρόσωπο της Σοφίας. Δεν ήξερα εάν ήταν χτυπημένη, εάν εκλαιγε, τι έκρυβε το βλέμμα της, δεν ήξερα το παραμικρό.

Το μαύρο αμάξι απομακρύνθηκε από το πάρκινγκ, και βγήκε με μεγάλη ταχύτητα από το στενό δρόμο.
Το κορμί μου τσιτώθηκε και η αδρεναλίνη μου χτύπησε κόκκινο όταν ο Τζάρεντ ξεκίνησε την μηχανή. Ανησυχούσα όσο τίποτα, και ο φόβος είχε για τα καλά ριζώσει μέσα μου, μα το δηλητήριο της εκδίκησης κυλούσε για τα καλά στο αίμα μου. Δεν θα άφηνα την Σοφία να γίνει θύμα της τρέλας ενός δολοφόνου που στόχο είχε εμένα. Έπρεπε να τον βρω, έπρεπε να βγει από την μέση όσο ήταν καιρός.

Αν και η κίνηση στην τεράστια αυτή πόλη ήταν μεγάλη, η έμπειρη οδήγηση του Τζάρεντ μας βοήθησε να μην χάσουμε λεπτό από τα μάτια μας το αμάξι της Κάρλα. Δεν είχαμε ιδέα που κατευθυνόταν, μα γρήγορα καταλάβαμε πως τα προάστια ήταν ο προορισμός της.
Οδηγούσαμε σχεδόν δύο ώρες όταν το αμάξι της σταμάτησε κοντά σε ένα πάρκο. «Επιτέλους! Είχα την εντύπωση ότι δεν θα σταματήσει ποτέ!» μονολόγησε ο Τζάρεντ και πάρκαρε αρκετά μακριά από εκείνη.
Η Κάρλα βγήκε από το αμάξι της και στάθηκε για λίγα λεπτά ακίνητη κοιτώντας προς το πάρκο που βρισκόταν σε μικρή απόσταση. Την είδαμε να αφήνει την Σοφία μέσα στο αυτοκίνητο, και εκείνη να απομακρύνεται από αυτό με μεγάλη επιφύλαξη. Κοιτούσε γύρω της, είτε γιατί περίμενε κάποιον, είτε γιατί έπαιρνε τις απαραίτητες προφυλάξεις.
Έβαλα το χέρι στο χερούλι της πόρτας μα η κοφτή ανάσα που πήρε ξαφνικά ο συνεργάτης μου μου έκοψε με μιας την φόρα. «Κοίτα!» ψιθύρισε έκπληκτος και ένευσε προς την δεξιά πλευρά του πάρκου. Η Κάρλα ήταν στραμμένη προς τα εκεί. Δεν βλέπαμε το πρόσωπό της μα ήμουν σίγουρος ότι το βλέμμα της είχε προσηλωθεί στο ίδιο σημείο που είχε προσηλωθεί και το δικό μας.
«Άλεξ! Άλεξ!» η φωνή του φίλου μου ακούστηκε παράξενη, γεμάτη αγωνία, έκπληξη και θυμό. Τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα, και πότε κοιτούσα το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν μέσα η Σοφία, πότε την Κάρλα, πότε τον άντρα με τα γυαλιά και τον σκούφο που πλησίαζε το σημείο που βρισκόταν η μέχρι πρόσφατα συνάδελφος και φίλη μου.
«Είναι ο Λίαμ Σάμερς, Άλεξ, είμαι σίγουρος ότι αυτός είναι το καθίκι που ψάχνουμε!!». Δεν μίλησα. Μόνο ένευσα. Το σάλιο είχε στεγνώσει στο στόμα μου, και το οξυγόνο ένιωθα ότι δεν μου ήταν αρκετό. Το αίμα κυλούσε σαν καυτή λάβα στις φλέβες μου καθώς έβλεπα τον θανάσιμο εχθρό μου να πλησιάζει το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν η γυναίκα μου, η ζωή μου ολόκληρη. Άκουσα τον Τζάρεντ να καλεί ενισχύσεις χωρίς να περιμένει την δική μου συμβουλή, και ένιωσα ανακούφιση. Ήμουν σίγουρος ότι το μυαλό μου δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει ή ακόμα και να δώσει εντολές.
«Σε μερικά λεπτά θα είναι ολόκληρος στρατός εδώ! Αποκλείεται να την γλιτώσει αυτή τη φορά το κάθαρμα!» Ο Τζάρεντ μιλούσε ακόμα, όταν βγήκα από το αμάξι μας. Η απόσταση που με χώριζε από την Κάρλα δεν ήταν μεγάλη, ούτε και η απόσταση που με χώριζε από την Σοφία. Ήθελα να τρέξω να βρεθώ κοντά της, να την αρπάξω, μα τα πόδια μου έτρεμαν. Δεν ήξερα γιατί. Ήταν ο θυμός; Ήταν ο φόβος; Ποτέ δεν φοβήθηκα, ποτέ δεν ένιωσα αυτό το συναίσθημα τόσα χρόνια που βρισκόμουν στην υπηρεσία μου, γιατί δεν είχα τίποτα να χάσω. Μα τώρα είχα: την Σοφία.
Ο άντρας συνέχιζε να πλησιάζει την Κάρλα και εκείνη συνέχισε να τον παρακολουθεί μέχρι που βρέθηκε στην αγκαλιά του. Το χαμόγελό της έλαμψε στο πρόσωπό της, ενώ η απογοήτευση ήταν φανερή στα μάτια του Τζάρεντ, ο οποίος περίμενε μέχρι τελευταία στιγμή να πιστέψει στην αθωότητά της.


Το σημάδιTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang