κεφάλαιο 12

1.9K 240 9
                                    


Δεν ξέρω πόση ώρα μετά σηκώθηκα από εκείνη την πολυθρόνα και με βήματα αθόρυβα άφησα το κουρασμένο μου κορμί να πέσει βαρύ στον καναπέ του σαλονιού. Έκλεινα τα μάτια μου προσπαθώντας να κοιμηθώ, μα κάθε φορά η μορφή της πεταγόταν μπροστά μου. Ένιωθα αδύναμος στην σκέψη της... ένιωθα αδύναμος στην θέα της... Μα βαθιά μέσα μου ήξερα ότι οι συνεργάτες μου είχαν δίκιο. Δεν έπρεπε να της είχα εμπιστοσύνη. Δεν την γνώριζα, δεν ήξερα τίποτα για την ζωή της, δεν ήξερα τίποτα απολύτως πέρα από ένα όνομα που εκείνη μου έδωσε.

"Γαμώτο!" μονολόγησα και έτριψα με δύναμη τα μάτια μου. Σηκώθηκα απότομα και άρπαξα το σακάκι που το είχα παρατήσει στην καρέκλα δίπλα στην είσοδό. Έβγαλα από την τσέπη το υπηρεσιακό μου όπλο και το έχωσα κάτω από το μαξιλάρι του καναπέ μου. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός... το έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου, προσπαθώντας να μην παρασυρθώ από τα μάγια της... Τα μάγια που τα δυο της μπλε μάτια με έμπλεκαν στον ιστό τους αργά και σταθερά...

Γέμισα ένα ποτήρι με σκέτο ουίσκι, και έριξα και πάλι το κορμί μου στον καναπέ. Άπλωσα τα πόδια μου στο τραπεζάκι μπροστά και προσπάθησα να χαλαρώσω. Το μυαλό μου γύριζε γύρω της, χωρίς να μου αφήνει περιθώρια να ηρεμήσω ούτε λεπτό. Το μυστήριο που πλανιόταν γύρω από την ξανθιά κοπέλα με τα μπλε μάτια με ταλαιπωρούσε... με εξουθένωνε...

Ο ύπνος με πήρε στο σημείο που βρισκόμουν. Δεν ξέρω για ποιο λόγο άνοιξα ξαφνικά τα μάτια μου, μα μόλις το έκανα, αντίκρισα τα δικά της. Τινάχτηκα πάνω βρίζοντας και ο ήχος από το ποτήρι που έσπαγε στο πλάι μου τράβηξε την προσοχή μου. Το αλκοόλ μούσκεψε την μοκέτα, μα σήκωσα αμέσως τα μάτια μου πάλι σε εκείνη. "Τι στο διάβολο...;" αναρωτήθηκα φωναχτά μα η έκφρασή της δεν άλλαξε. Εκεί... καθόταν απέναντί μου κοιτάζοντάς με, με βλέμμα ανεξιχνίαστο. "Τι κάνεις εδώ;" την ρώτησα κοφτά μαζεύοντας τα γυαλιά από το σπασμένο ποτήρι. Δεν μου απάντησε... ένιωθα καυτή την ματιά της να με καίει, και με δυσκολία συγκρατούσα τον εαυτό μου να κρατηθεί μακριά της. Έσφιγγα τα κοφτερά γυαλιά στην παλάμη μου αδιαφορώντας για το αίμα που ένιωθα να μουσκεύει το χέρι μου. "Κόπηκες..." την άκουσα να λέει απαλά και ένιωσα την παρουσία της ακριβώς πίσω μου. "Φύγε" μουρμούρισα εκνευρισμένος και απέφυγα να συναντήσω το βλέμμα της.. Δεν θα έπρεπε να με εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι δεν με άκουσε, μα αυτό που έκανε την καρδιά μου να χάσει ένα χτύπο ήταν όταν ένιωσα το άγγιγμά της στο τραυματισμένο μου χέρι.

"Αίμα" είπε μονολεκτικά και επηρεασμένος από την απαλή της φωνή, την άφησα να μου χαλαρώσει το σφίξιμο της παλάμης μου. "Άστο" σιγοψιθύρισα μα ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι η φωνή μου δεν ακούστηκε καν. Σαν υπνωτισμένος αφέθηκα στο άγγιγμά της και ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά στο στήθος μου. Η ανάσα της με έκαιγε... μια φωτιά που άναβε μέσα μου και έκαιγε τα πάντα στο πέρασμά της. Έκλεισα με δύναμη τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα, έψαχνα τον εαυτό μου... έψαχνα να με βρω... έψαχνα την δύναμη να απαλλαγώ από τα μάγια της... Άρπαξα με δύναμη το χέρι της και το έσφιξα δυνατά. Με κοίταξε με απορία, σμίγοντας τα μπλε της μάτια που ξαφνικά σκούρυναν επικίνδυνα λες και ξεσπούσε άγρια καταιγίδα μέσα τους. "Αυτά τα παιχνίδια κράτα τα μακριά από μένα" της είπα κοφτά... θυμωμένα, και τράβηξε το χέρι της απότομα λες και φοβόταν το αίμα το δικό μου που την είχε σημαδέψει. Απομακρύνθηκε κάνοντας μερικά βήματα προς τα πίσω, μα στιγμή δεν άλλαξε η συννεφιά που έβλεπα στην ματιά της.

Μάζεψα βιαστικά τα γυαλιά από το πάτωμα, αγνοώντας την, και κατευθύνθηκα στο μπάνιο για να τα πετάξω και να καθαρίσω την πληγή στο χέρι μου. Άνοιξα την βρύση και το αίμα ανακατεύτηκε με το νερό καθώς χανόταν μέσα στο σιφόνι. Στήριξα τα χέρια μου στην άκρη του νιπτήρα και σήκωσα το κεφάλι κοιτώντας τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Δεν ήξερα τι διέκρινα... φόβο... θυμό.... πόθο...; Απλά ένιωθα τόσο μπερδεμένος που όλα φαινόταν κουβάρι μέσα μου.

Λίγα λεπτά αργότερα απέστρεψα στο σαλόνι μα δεν βρήκα πουθενά την Σοφία. Για μια στιγμή πανικός με κατέβαλε, μα αμέσως ήρθε στο μυαλό μου ότι την πόρτα την είχα κλειδώσει, κι αποκλείεται να είχε φύγει χωρίς να άκουγα τον θόρυβο. Μπήκα βιαστικά στο δικό μου δωμάτιο, και την βρήκα όρθρια με την πλάτη της στραμμένη σε μένα να χαζεύει από το παράθυρο, τα φώτα της πόλης. Δεν γύρισε... κι εγώ δεν μίλησα Την άφησα εκεί και βγήκα σχεδόν αθόρυβα από το δωμάτιο.

Δεν την εμπιστευόμουν... όσο κι αν με μάγευε αυτή η γυναίκα, ένα πράγμα μόνο ήξερα... ότι ήταν μια άγνωστη, μπλεγμένη άμεσα με τον δολοφόνο, σταλμένη σαν δόλωμα σε εμένα... Κι εγώ έπρεπε να φανώ δυνατός... έπρεπε να αγνοήσω το κάλεσμα της σειρήνας και να συγκεντρωθώ στην λύση της υπόθεσης. Έπρεπε να απομακρυνθώ από τον ιστό που έπλεκε γύρω μου... μα υπήρχαν στιγμές που ήταν αδύνατο... Υπήρχαν στιγμές που τα μάτια μου με πρόδιδαν... το κορμί μου λύγιζε και η καρδιά μου... η καρδιά μου χτυπούσε στο ρυθμό της και χόρευε στα βήματα της γαλανομάτας μάγισσας....


Το σημάδιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora