Η νύχτα είχε πέσει εδώ και ώρες δίνοντας την θέση της σε ένα ολόγιομο φεγγάρι, που στόλιζε την πλαγιά ενός λόφου με τις ασημένιες του ανταύγειες. Η φύση έμοιαζε να σαστίζει μπροστά στην τόση ομορφιά και να σωπαίνει στην θέα δύο επιβλητικών φιγούρων, που έστεκαν πάνω σε αυτόν.
Το απαλό αεράκι διέτρεξε τα μαλλιά του ξανθού αγοριού. Ήταν έξαλλος με την φιγούρα που έστεκε απέναντί του. "Δεν γίνεται να έχει χαθεί" φώναξε και η βροντερή του φωνή αντήχησε πέρα από τα γυμνά φθινοπωρινά κλαδιά των δέντρων.
"Σου λέω τα πράγματα όπως έχουν." Απάντησε εξίσου δυνατά μια δεύτερη αντρική φωνή. "Δεν υπάρχει πια και αυτό είναι δικό σου λάθος. Εσύ μου την στέρησες." Φωνή του έμοιαζε να έχει βγει κατευθείαν από την κόλαση.
Το ξανθό αγόρι έκανε ένα βήμα μπροστά." Δεν γίνεται να σου στερήσω κάτι που δεν ήταν εξαρχής δικό σου." Άλλο ένα σταθερό βήμα προς το μέρος του."Αν έχω δίκιο και είσαι πίσω από όλα αυτά, το ορκίζομαι θα ψάξω την γη, σπιθαμή προς σπιθαμή. Και όταν σε ξαναβρώ αφού θα σε κάνω να πληρώσεις, θα σύρω το κατακρεουργημένο πλέον σώμα σου στα βάθη του κάτω Κόσμου και θα σε αλυσοδέσω εκεί. Να καίγεσαι εσαεί." Είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, έτοιμος να χιμήξει.
Ένα ανατριχιαστικό γέλιο βγήκε από το στόμα της σκιάς."Νομίζεις ότι φοβάμαι εσένα και τις απειλές σου; Την έχασες και γι'αυτό πρέπει να πληρώσεις."
Τότε το αγόρι άρπαξε την σκιά από τον γιακά, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα που θα έκανε δολοφόνο να παραλύσει από τον φόβο του και άθεο να παραδεχτεί ότι υπάρχει Θεός. "Που να πάρει η οργή, είμαι ο προστάτης της. Δεν μπορείς να με κρατήσεις για πολύ καιρό μακριά της. Θα την ξαναβρώ. Όπως την βρίσκω πάντα."
"Κάνεις λάθος, Αζαζέλ, αυτή την φορά την έχασες. Πάει. Πέθανε. Παρ'το απόφαση και προχώρα με την ζωή σου. Σταμάτα, για τον Θεό, να κυνηγάς φαντάσματα." Με αυτά τα τελευταία λόγια άνοιξε τα φτερά του και εξαφανίστηκε μέσα στον σκοτεινό ουρανό.
Ο Αζαζέλ έμεινε ακίνητος, δίχως να αναπνέει. Κάθε ανάσα του θύμιζε εκείνη. Το άρωμά της. Το ότι δεν ανέπνεε πια...
Πώς άφησε να συμβεί κάτι τέτοιο; Ήταν αδύνατον να είναι νεκρή, όχι μετά από όλα αυτά που περάσανε. Δεν γινόταν τώρα, να την χάσει από μια αυτοκτονία. Μια εγωιστική, απερίσκεπτη στιγμή κατάφερε να αλλάξει τα πάντα.
Ήθελε να ελπίζει ότι η ψυχή της πλανιόταν ακόμα, κάπου στα βάθη του πλανήτη και είχε σκοπό να τον γυρίσει όλο ανάποδα, ώσπου να την βρει. Το μόνο που τον γέμιζε απελπισία ήταν πως δεν μπορούσε πλέον να την αισθανθεί, να την νιώσει, όπως έκανε πάντα. Βούτηξε πιο βαθιά μέσα στην εσχάτη απόγνωση.
Έβγαλε από την τσέπη του παλτού του το μαύρο κόσμημα που της είχε κάνει δώρο ο Zerachiel. Το είχε αφαιρέσει από το άψυχο σώμα της. Δεν το είχε ανάγκη πια. Πλέον δεν θα έβλεπε εφιάλτες. Πλέον δεν θα έβλεπε τίποτα, παρά μόνο χώμα.
Άνοιξε μια τρύπα και το έβαλε βαθιά, μέσα στο έδαφος. Δεν μπορούσε να της κάνει άλλο κακό ο Zerachiel. Όλα είχαν τελειώσει.
Μα πώς την άφησε να τον εμπιστευτεί; Πώς πίστεψε έστω και για μια στιγμή ότι ένας εγωμανής αρχάγγελος θα μπορούσε να την αγαπήσει τόσο, όσο ισχυριζόταν;
Άνοιξε τα φτερά του και άφησε τον άνεμο να τραβολογήσει το δοχείο που είχε για σώμα, όπως αυτός επιθυμούσε. Δεν είχε σημασία. Αν μπορούσε θα το είχε κάνει χίλια κομμάτια και θα το είχε θάψει δίπλα της. Να μην ξανανιώσει πότε μόνη...
____________________________________
Για όποιον ξεκινάει τώρα να διαβάζει το έργο μου θέλω να του υποσχεθώ ότι δεν θα τον απογοητεύσω(ελπίζω...) και θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες σας ❤
Για τους παλιούς, ξέρω ότι άλλαξα εντελώς και ριζικά την εισαγωγή αλλά η προηγούμενη μου φαινόταν εντελώς παιδική και βεβιασμένη (😦😦) άσε που δεν ταίριαζε 100% με το υπόλοιπο. Ελπίζω να σας αρέσει αυτή περισσότερο.
Lots of love, darlings ❤❤👼
YOU ARE READING
Η Τελευταία Ζωή
ParanormalΗ ζωή της Νάντια φαίνεται ένας μικρός παράδεισος. Ότι λάμπει όμως δεν είναι χρυσός. Αν και έχει μόλις περάσει σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Ιρλανδίας, έχοντας το αγόρι των ονείρων της και πολλούς φίλους να την περιτριγυρίζουν, πάντα κάτι...