Ο Βασιλιάς της Αβύσσου σκούπισε το ζεστό και υγρό μάγουλό του, με την ανάποδη του χεριού του. Ο αέρας διαπέρασε τα μαλλιά του και τον χτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο. Τίποτα δεν έδειχνε να τον αγγίζει πια.Η πεδιάδα ήταν γεμάτη χιόνι. Ακόμα και οι τριανταφυλλιές είχαν ξεραθεί από τον πάγο. Η μοναδική εξαίρεση, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το τοπίο, ήταν τα δύο γυάλινα φέρετρα που δέσποζαν στο κέντρο της. Το διαυγές γυαλί, φώτιζε το περιεχόμενο τους, καθώς ο ήλιος έδυε πορτοκαλής στο βάθος.
Η Κασσάνδρα βρισκόταν στο πλευρό του, με το κατάμαυρο μακρύ της φόρεμα να χορεύει στον σκοπό του άνεμο και τα μαλλιά της να μαστιγώνουν το σκυμμένο της πρόσωπό.
Περπάτησε ως τα φέρετρα και απόθεσε ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα σ'αυτό στα αριστερά. "Αυτά εδώ δεν θα μαραθούν ποτέ. Το ίδιο και η αγάπη μου." Ψιθύρισε στο πλάσμα που βρισκόταν στο νεκροκρέβατο. Φίλησε το χέρι της και το ακούμπησε πάνω στο γυαλί, θολώνοντάς το με την ζέστη που εξέπεμπε.
Επέστρεψε στον Λούσιφερ και με τα χείλη της να τρέμουν του είπε. "Τελικά η επανάσταση απαιτεί θυσίες;"
Αυτός δεν της απάντησε, παρά μόνο κοίταξε μπροστά του, την κόρη του να κείτεται νεκρή, με τα μάτια σφαλισμένα και τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος της κοιλιάς.
Είχε αφήσει την τελευταία της πνοή στο χειρουργείο, με τα μάτια να κοιτάζουν βουρκωμένα την γκρίζα μορφή, που είχε ήδη εγκαταλείψει τα επίγεια, δίπλα της. Έτσι λοιπόν, ο Εωσφόρος θεώρησε σωστό να θαφτούν ο ένας πλάι στον άλλο.
Ο Αζαζέλ δεν κατάφερε να βγει ποτέ ζωντανός από το παλάτι. Ο Zerachiel είχε παραδεχτεί με πίκρα, πως η προφητεία είχε γραφτεί και ήταν αναπόφευκτη. Το ίδιο ίσχυε και για την Νάντια. Μπορεί να απέφευγε τόσους αιώνες τον θάνατο, αλλά η ειμαρμένη είχε φτάσει.
Η μητέρα της δεν άντεχε η Νάντια να εγκαταλείψει τον κόσμο με πικρή γεύση στο στόμα, έτσι λίγες στιγμές πριν πεθάνει μπήκε μέσα στο μυαλό της, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα πλάσματα του δωματίου και της έδωσε την ευκαιρία για έναν καθώς πρέπει αποχαιρετισμό. Μετά την άφησε να πάει δίπλα στην ψυχή του Αζαζέλ και να γίνουν και οι δύο τους πλέον σκιές.
Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν, όταν έπρεπε να καλέσει την Ειρέν και να της πει πως η κολλητή της ήταν νεκρή. Γιατί μέσα από αυτά τα λόγια παραδεχόταν πως η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Η κόρη της ήταν νεκρή και δεν μπορούσε πλέον να κάνει τίποτα γι'αυτό.
Ο Aaron είχε καταφέρει να φτάσει, όταν η Νάντια είχε ήδη πεθάνει, καθιστώντας αδύνατο να την χαιρετήσει. Έφερνε άσχημα νέα, καθώς το πτώμα του κυνηγού δεν βρέθηκε πουθενά. Το κτήνος είχε καταφέρει να το σκάσει. Τα νέα επηρέασαν πιο πολύ απ'ολους την Ειρέν.
Οι υπόλοιποι είχαν εγκαταλείψει την πεδιάδα εδώ και ώρες, ο καθένας όταν ένιωσε έτοιμος. Όμως οι δύο γονείς δεν είχαν βρει ακόμα το κουράγιο.
Η Κασσάνδρα πήρε μια βαθιά ανάσα. Του γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατά μέσα στο χιόνι με τα γυμνά της πόδια. Σε λίγο χάθηκε μέσα στα έλατα. Δεν θα την έβλεπε ξανά ποτέ του. Θα κατέληγε να περιπλανιέται μισοτρελαμένη για πάντα μέσα στο δάσος, στοιχειώνοντάς το και υπενθυμίζοντας σε άτυχους περαστικούς το μεγαλείο της όμορφης κόρης της. Του πλάσματος που θυσιάστηκε για λίγη φαιά ουσία...
Ο Λούσιφερ έπεσε στα γόνατα, εκτεθειμένος και μόνος. Τι σημασία είχε να έχεις όλη την δύναμη του κόσμου, όταν δεν μπορείς να είσαι ο ήρωας στον ουρανό της κόρης σου;
Το μόνο που ακουγόταν πέρα από το φύσημα του αέρα, ήταν ο ήχος της ασταθής ανάσας του, καθώς ένα νέο κύμα λυγμών πάλευε να βγει στην επιφάνεια.
Το κατέπνιξε.
Τουλάχιστον κατάφερε να της πει αντίο.
Σηκώθηκε και πλησίασε την κόρη του, που φαινόταν σαν να κοιμάται. Ακούμπησε με την σειρά του το γυαλί, υποτάσσοντάς το και παγώνοντάς το στον χρόνο.
Δεν θα έχανε ποτέ την ομορφιά της. Μνημείο για να θυμίζει στους πάντες την θυσία της. Την άπλετη αγάπη που χάρισε στο σύμπαν με τις πράξεις της.
Κοίταξε τριγύρω το τοπίο. Ήταν καταθλιπτικό. Δεν της άρεσαν τα καταθλιπτικά μέρη.
Με μια κίνηση των άκρων του, το χιόνι έλιωσε και η πλάση χαμογέλασε θλιμμένα. Ποτέ πια δεν θα έπεφτε χιόνι στο ολάνθιστο λιβάδι.
"Αυτό το μνημείο δεν θα σε βοηθήσει και πολύ στο ταξίδι σου, στον κόσμο των σκιών. Αλλά ίσως βοηθήσει εμάς να βρούμε λίγη παρηγοριά μέσα μας, όταν το κενό που άφησε η παρουσία σου θεριέψει τόσο που δεν θα μπορούμε να το δαμάσουμε."
Έπρεπε να φύγει αλλά δεν μπορούσε.
"Δεν σε χόρτασα στιγμή." Παραδέχτηκε, αφήνοντας για λίγο τον εαυτό του ελεύθερο να νιώσει.
"Κανείς δεν θα σε ξεχάσει. Δεν θα τους αφήσω!" Έδωσε την τελευταία του υπόσχεση.
Άνοιξε τα μεγαλοπρεπή φτερά του και σηκώθηκε στο αιθέρα, αφήνοντας πίσω του ένα μικρό κομμάτι καλοκαιριού μέσα στο αέναο ρίγος του χειμώνα.
Τέλος
YOU ARE READING
Η Τελευταία Ζωή
ParanormalΗ ζωή της Νάντια φαίνεται ένας μικρός παράδεισος. Ότι λάμπει όμως δεν είναι χρυσός. Αν και έχει μόλις περάσει σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Ιρλανδίας, έχοντας το αγόρι των ονείρων της και πολλούς φίλους να την περιτριγυρίζουν, πάντα κάτι...