Κεφάλαιο Έβδομο, Δαίμονες Μέσα Στους Τοίχους

1K 143 6
                                    


Η Νάντια άνοιξε τα μάτια της τρομοκρατημένη, ακούγοντας ένα δυνατό κρότο από το κάτω μέρος του σπιτιού. Αμέσως σκέφτηκε πως κάποιος είχε μπει στην μονοκατοικία.

Έκανε να σηκωθεί όμως ένας τρομερός πόνος πέρασε σαν ξίφος από την μια μεριά του κεφαλιού της στην άλλη. Έπιασε τους κροτάφους της με τα χέρια της και κουλουριάστικε στα δύο ανήμπορη. Μετά από μερικές βαθιές ανάσες προσπάθησε να σηκωθεί ψάχνοντας το τηλέφωνό της. Το έπιασε από το κομοδίνο της με τρεμάμενα χέρια και σχημάτισε τον αριθμό του Ζέιν. Ένας χτύπος, δεύτερος χτύπος, τρίτος χτύπος. Κατειλημμένο.

Πέταξε το κινητό με δύναμη στα σκεπάσματα και σηκώθηκε καταβάλλοντας όση προσπάθεια μπορούσε. Στην γωνία δίπλα στο γραφείο της είδε την κιθάρα της. Την άρπαξε βάζοντάς την μπροστά της σαν όπλο ή ασπίδα. Άνοιξε απαλά την πόρτα και κατέβηκε τα σκαλιά προσπαθώντας να εστιάσει παρόλο το βουητό μέσα στο κεφάλι της. Στις άκρες των ματιών της χόρευαν σκιές κάνοντας τον όραση της ασταθή. Πλησίασε στην κουζίνα χωρίς να δει κάποιον. Χαλάρωσε το σώμα της και ακούμπησε την κιθάρα πανω στο ξύλινο τραπέζι. Άνοιξε ένα ντουλάπι βγάζοντας μια χούφτα ζάναξ. Κατάπιε δύο με λίγο νερό και κάθισε σε μια καρέκλα. Δεν ήταν κάτι, μια ακόμα κρίση όπως όλες οι άλλες.

Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. 6:30. Είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς. Ο ήλιος μόλις που είχε ανατείλει και παντού υπήρχε νεκρική σιγή. Η ζέστη του πρωινού δεν είχε προλάβει να διαλύσει την πάχνη της νύχτας και ενα κύμα ομίχλης, που είχε έρθει από τον ωκεανό, είχε περικυκλώσει το σπίτι. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα δίπλα στην θάλασσα για να χαλαρώσει λίγο, πριν πήγαινε να πάρει την Ειρέν για να πάνε στο πανεπιστήμιο.

***

Ο αλμυρός αέρας την έκανε να συνέλθει αν και είχε την εντύπωση ότι άκουγε παντού ψιθύρους. Έκατσε πάνω σε έναν ψηλό βράχο και παρακολούθησε την γκριζωπή θάλασσα καθώς έσκαγε με δύναμη πάνω στις πέτρες. Είχε να πατήσει ένα χρόνο εδώ από την ημέρα της καταιγίδας. Δεν μπορούσε να έρθει γιατί κάθε φορά φανταζόταν το λευκό σκάφος της μητέρας της να επιστρέφει με αυτήν και τον Aeron πάνω του.

Αυτό όμως ήξερε ότι δεν θα συνέβαινε ξανά. Η θάλασσα τους είχε κρατήσει για τον εαυτό της. Εγωίστρια, πως μπόρεσες να με αφήσεις μόνη μου; ΦΕΡ'ΤΟΥΣ ΠΊΣΩ!" Πόσες φορές είχε φανταστεί και η ίδια να βουτάει στα κύματα, να γίνεται ένα με τον ωκεανό, μέχρι ο εγκέφαλος της να σταματούσε να λειτουργεί και οι αναμνήσεις να την άφηναν ήσυχη.

Η Τελευταία ΖωήWhere stories live. Discover now