Κεφάλαιο 2

12.8K 1.1K 88
                                    

Φτάσαμε στο αεροδρόμιο και όλοι κατεβαίνουμε από το πούλμαν.

Η κυρία μας έδινε τις τελευταίες οδηγίες για όταν θα μπούμε στο αεροπλάνο και κάτι άλλες βλακείες που προσωπικά δεν με ενδιέφεραν

Καθόμαστε σε κάτι καρέκλες, με τη Χρύσα και περιμένουμε να ακούσουμε, πως είναι έτοιμο το αεροπλάνο.

Πρώτη φορά ταξιδεύω με αεροπλάνο, δεν έτυχε και ποτέ να πάω με τη οικογένεια μου.

Βασικά με τη μητέρα μου διότι ο πατέρας μου δεν ξέρω καν που βρίσκεται. Ούτε που με νοιάζει, να πω την αλήθεια. Τον μισώ διότι ήμουν ο λόγος που χώρισε με τη μητέρα μου.

Δεν ήθελε ούτε να με βλέπει! Ξέρω λίγο τραγικό, του ότι ο πατέρας σου σιχαινόταν και μόνο που σε έβλεπε.

Το έχω ξεπεράσει πια και δεν με πολύ ενδιαφέρει που με μισούσε. Εξάλλου το ίδιο κάνω εγώ τώρα, γι αυτόν.

"Θες να πάμε καμία βόλτα μέχρι να μας φωνάξουν?" με διακόπτει η Χρυσά, μέσα από όλες αυτές τις ηλίθιες σκέψεις για τον πατέρα μου

"Πάμε!" αφήνουμε τα πράγματα μας, παίρνω το κινητό και τα ακουστικά μου

Καθώς περπατάγαμε, παρατηρώ τον Θύμιο να κάθεται με τη παρέα του και να ρίχνει κλέφτες ματιές στη Χρύσα.

Πηγαίνει στην ίδια τάξη με εμάς αλλά σε άλλο τμήμα. Του αρέσει η Χρύσα, το ίδιο κι αυτή αλλά ποτέ δεν λέει να κάνει κάποιος τη πρώτη κίνηση

"Να ο Θύμιος" την σκουντάω και της τον δείχνω με το κεφάλι μου, διακριτικά.

Γυρνάει, τον βλέπει και σιγά-σιγά αρχίζει να κοκκινίζει.

Αλλάζει το βλέμμα του ο Θύμιος και κάνει πως μίλαγε με τους φίλους του.

"Πάμε να κάτσουμε εκεί απέναντι?" μου δείχνει ένα παγκάκι και βλέπω πως ήταν αυτή η παρέα λίγα παγκάκια πιο δίπλα

"Καλύτερα όχι.." τους παρατηρώ στενεύοντας τα φρύδια μου

"Γιατί?" κάνει πως δεν καταλαβαίνει

"Δεν θέλω ούτε να τους βλέπω!" Αλλάζω το βλέμμα μου

"Απλά αγνόησε τους!" Με τραβάει από το χέρι με δύναμη.

"Όχι, δεν θέλω Χρύσα" αντιστέκομαι αλλά μάταια

Τελικά καθόμαστε σε εκείνο το παγκάκι. Εγώ ως συνήθως κάθομαι πάνω στο παγκάκι δηλαδή εκεί όπου βάζουμε τη πλάτη.

Έτσι βολεύομαι τις περισσότερες φορές.

"Θες να πάρω κάτι να πιούμε?" Απομακρύνεται αργά

"Όχι δεν διψάω!" της κάνω νόημα να κάτσει δίπλα μου.

Η αλήθεια είναι πως δίψαγα αρκετά αφού δεν είχα φάει κάτι για πρωινό

"Πάω και θα σου πάρω το ίδιο!" φεύγει τρέχοντας, κλείνοντας μου το μάτι. Αναστενάζω

Ανοίγω το κινητό μου, βάζω τα ακουστικά και βάζω την αγαπημένη μου μουσική.

Στρέφω διακριτικά το κεφάλι μου και παρατηρώ να με παρακολουθούν ο καστανόξανθος και ο φίλος, δίπλα του

Λένε κάτι στους υπόλοιπους και έρχονται προς το μέρος μου. Ελπίζω όχι σε εμένα.

Δυναμώνω τη μουσική έτσι ώστε να μην ακούσω οτιδήποτε κι αν μου 'πουν.

"Να τη η μικρή κλαψιάρα" λέει ο φίλος του και κάνω την αδιάφορη, αφού μπορώ τελικά να τους ακούσω.

Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ τον άλλον να με κοιτάζει με ένα περίεργο βλέμμα, που με κάνει να τον κοιτάξω για κάποιο άγνωστο λόγο.

"Τι θέλετε?" Λέω στο πληθυντικό αλλά στη πραγματικότητα απευθύνομαι μόνο σε εκείνον

Αρκετά ξαφνικά μου τραβάει ο φίλος του τα ακουστικά από το κινητό μου και τα δίνει σε εκείνον. Τσιράκια του είναι όλοι?!

Απομακρύνεται και με κοιτάζει με το βλέμμα του νικητή, κουνώντας επίτηδες τα ακουστικά

Σίγουρα τα έσπασε έτσι όπως τα τράβηξε ο ηλίθιος!

"Δώσ' τα μου πίσω τώρα!" Τους πλησιάζω και βλέπω τη Χρύσα να φτάνει με τα αναψυκτικά.

"Έλα να τα πάρεις" κουνάει το κεφάλι του.

Ακούω από τα ηχεία πως είναι έτοιμο το αεροπλάνο μας. Διάολε!

Μέχρι να στρέψω ξανά το κεφάλι μου για να δω αν ήταν ακόμα εκεί, είχαν ήδη φύγει.

"Πάω, θα τους προλάβω!" πάει να φύγει η Χρύσα αλλά την τραβάω από το χέρι.

"Άσ' τους." ξεφυσάω.

"Για ποιο ηλίθιο λόγο να σου τα πάρει?"

"Επειδή είναι ηλίθιος για αυτό!"

"Και τώρα?"

"Θα τα πάρω πίσω." λέω αποφασιστικά.

⚫⚫⚫⚫⚫⚫⚫⚫⚫











Αρχίσαμε και με αυτουύς..😒

Τι λέτε θα βγει σε καλό όλο αυτό?🙄

Ο ΚΑΣΤΑΝΟΞΑΝΘΟΣ • 𝐅𝐢𝐫𝐬𝐭 𝐁𝐨𝐨𝐤 •Where stories live. Discover now