Κεφάλαιο 43

7.3K 626 67
                                    

Μετά από λίγο το ξανακάνει
"Κόφ' το" του λέω εκνευρισμένη.

"Με ντρέπεσαι?" Λέει και σταματάει ξαφνικά το αυτοκίνητο. Τον κοιτάζω με άγριο βλέμμα

"Μπορώ να φύγω τώρα!" Πριν προλάβω να ανοίξω τη πόρτα με τραβάει από το χέρι και με ξανά βάζει να κάτσω στο κάθισμα

"Εδώ είναι το σπίτι σου?" στενεύει τα φρύδια του

"Μπορώ να πάω με τα πόδια!" τινάζω το χέρι μου και το αφήνει.

Κλείνω τη πόρτα και προχωράω όλο ευθεία. Ακολουθώντας με, κι αυτός με το αυτοκίνητο του αργά-αργά

Τον κοιτάζω μέσα από το τζάμι, στενεύοντας τα μάτια. Σταματάω και πάω ξανά κοντά του αγριεμένη

"Θες κάτι?"

"Ξέρεις τι θέλω τώρα.." πλησιάζει το κεφάλι του για να με κοιτάξει καλύτερα. Μαλάκας!

Τον αγνοώ και αρχίζω να τρέχω. Με ακολουθεί ακόμα με το αυτοκίνητο.

Ευτυχώς που στρίβω σε μια στροφή και με χάνει εντελώς.
Μένω ακίνητη εκεί μέχρι να ακούσω τη μηχανή του αυτοκινήτου του, να απομακρύνεται.

Αναστενάζω και προχωράω προς το σπίτι μου, που πια είναι αρκετά κοντά από εδώ. Δεν ήθελα να δει που μένω. Ποιος ξέρει τι μπορεί να γινόταν?!

Μπαίνω μέσα. Όλα κλειστά και σκοτεινά. Άρα δεν είναι κανένας εδώ. Αναστενάζω ξανά, ανακουφισμένη


----------------


Επόμενη μέρα
Βρίσκομαι στα μαγαζιά αναγκαστικά, με τη μητέρα μου. Για να βρούμε νυφικό και κάτι να φορέσω εγώ, στο γάμο της. Έχουμε βρει ήδη νυφικό για τη μητέρα μου αλλά κάτι για εμένα ακόμα όχι.

Αυτή τη στιγμή είμαστε σε μία καφετέρια και ξεκουραζόμαστε από την πολύωρη βόλτα μας στα μαγαζιά. Εγώ πίνω μία πορτοκαλάδα και η μάνα μου ένα γλυκό καπουτσίνο.

"Ήταν καλό αυτό που διάλεξα?" Λέει με ενθουσιασμό και πλησιάζει το σώμα της προς το τραπέζι

"Ωραίο ήταν!" σχολιάζω.

Χαίρομαι πολύ που επιτέλους βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο αλλά δεν μπορώ να της το δείξω και τόσο. Δεν έχω ακόμα την όρεξη. Την παρατηρώ για λίγο και βλέπω μια απογοήτευση στα μάτια της.

"Είσαι καλά?" Τη ρωτάω και πλησιάζω κι 'γω το τραπέζι. Σηκώνει το κεφάλι της αμήχανα σαν να σκεφτόταν κάτι.

Ο ΚΑΣΤΑΝΟΞΑΝΘΟΣ • 𝐅𝐢𝐫𝐬𝐭 𝐁𝐨𝐨𝐤 •Where stories live. Discover now