Κεφάλαιο 10

1K 53 32
                                    

*Λουι*

Καθώς είχα σφιχτά στην αγκαλιά μου τον Χάρι κάτι άρχισε να δονείται στην τσέπη μου.
Τον άφησα,και ψαχουλεψα την τσέπη.Έβγαλα από μέσα το κινητό μου και κοίταξα την οθόνη.
"ΜΑΜΑ",έγραφε.
Στριφογυρισα τα ματια μου και το σήκωσα.
-Ναι?
-Λούι?Που είσαι?Σου είπα να εισαι εδώ το απόγευμα!Σε ...χρειάζομαι!,είπε απότομα με υψηλό τόνο στη φωνή της,σαν να φωνάζει.
-Τι έγινε?,ρώτησα ανήσυχος.
-Θαλω την βοήθειά σου!Έλα σπίτι τώρα!,είπε και ενας δυνατός γδούπος ακούστηκε ,σαν να επεσε το κινητο της κατω και στην συνέχεια μια φωνή και μια τσιριδα.
Το τηλέφωνο τότε εκλησε και το κοίταξα με απορία...Τι στο καλό γίνεται?Η καρδια μου τοτε αρχισε να χτυπα δυνατα.Ο μπαμπας!
-Χάρι πρέπει να φύγω..είπα και άρχισα να τρέχω ,βγαίνοντας από το στενό,κατευθυνόμενος προς στο κεντρικό δρόμο.
-Λούι ...περίμενε!Τι ...τι ...έγινε?,ρώτησε λαχανιασμένος καθώς έτρεχε να με προλάβει.
-Δεν ξέρω...θα σου πω μετά!Πάρε με τηλέφωνο!,του φώναξα και άρχισα να τρέχω όλο και πιο γρήγορα.Είδα τον Χάρι να σταματάει.

Με το που έφτασα στην εξώπορτα του σπιτιού μου ,έψαξα στην τσέπη μου τα κλειδιά μου.
Φωνές ακούγονταν από μέσα κάνοντας με να αυξήσω την ταχύτητα.
Τα έβγαλα γρήγορα και ξεκλειδωσα την πορτα.

Το θέαμα που αντίκρισε με εκανε να μείνω με ανοιχτό το στόμα.
Ο "πατέρας " μου ειχε ξαπλώσει την μητέρα μου στον καναπε προσπαθώντας να της βγάλει τα ρούχα.
-Φίλα με πουτανα!,φώναζε δυνατά
Η μητέρα μου το αρνιόταν και με κάθε αντίρρηση της έδινε ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο τής.
Τον κοίταξα και αμέσως ετρεξα να βοηθήσω την μητέρα μου.
-Άφησε την!,του ειπα και τον τραβηξα πίσω κι εκείνος με απέκρουσε.
-Παράτα με!,μου φώναζε αυτός.
-Άφησε την είπα!,είπα και του έδωσα μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο του.Τότε όλα σταμάτησαν.
-Τι έκανες Λουι μόλις τωρα?,με ρώτησε με χαμηλό τόνο.
-Τι έκανες?με ξαναρώτησε και αυτή τη φορά το είπε με άγρια φωνή και νεύρα.
Σηκώθηκε πάνω από την μητέρα μου,σπρώχνοντας την,και με πλησίασε.
Καθώς με πλησίαζε,εγώ πήγαινα όλο και πιο πίσω.Αυτή τη φορά είχε γίνει κόκκινος από τα νεύρα του.
Έτσι..σήκωσε το χέρι του και μου έριξε με μπουνιά στην μύτη μου.Αίμα τότε άρχισε να τρέχει και να μουδιαζει όλο μου το πρόσωπο.

-Παράτα μας και φύγε από το σπίτι τώρα!,μπόρεσα να πω ,δείχνοντας την εξώπορτα.
-Φύγε!,φώναξα κι εκείνος με πλησίασε ακόμα πιο κοντά.
Τοτε μου έπιασε το πρόσωπο και με κοίταξε.
Δεν είπα τιποτα γιατι φοβήθηκα,αλλά εκείνος μου ψιθύρισε κατι σε απόσταση αναπνοής με εμένα.
-Είσαι ένα αδύναμο σκουπίδι και μην ξανατολμησεις να με χτυπήσεις γιατί θα πεθάνεις!Κατάλαβες?,τότε μου άφησε με δύναμη το πρόσωπο μου και μου γύρισε την πλάτη του.Εκείνος ξαναπλησιασε την μητέρα μου και εγώ σηκώθηκα,με αυτές τις λίγες δυνάμεις που μου είχαν μείνει .
Εκανα 8ρακια μεχρι που τον τραβηξα απο τον λαιμο και τον έσπρωξα πίσω.Εκεινος με ειδε και αρχισε να γελάει.Αυτο με εξόργισε πιο πολυ.

The NeighborsDonde viven las historias. Descúbrelo ahora