Θέλω να χαμογελάσω επειδή άρχισε πρώτη μα δεν το κάνω. Συνεχίζουμε να φιλιόμαστε μέχρι που το φιλί γίνεται παθιασμένο. Περιμένω για το πότε θα κάνει πίσω μα δεν μπορώ θέλω να πάρω αέρα το συντομότερο δυνατό. Και εκεί που πάω να κάνω πίσω εγώ, τελικά κάνει εκείνη. « Συγνώμη δεν ήθελα να... » προσπαθεί να απολογηθεί λες και είναι κάτι κακό αυτό που έκανε.
« Δεν έκανες κάτι λάθος » της εξηγώ και νεύει. Γιατί είναι τόσο ντροπαλή μερικές φορές;
[...] Κάθομαι μαζί της καθώς παρακολουθώ την ταινία και την Άλισον η οποία παραπονιέται όταν με πιάνει να την χαζεύω. Μου σπρώχνει το κεφάλι πίσω τις περισσότερες φορές χωρίς καν να μιλήσει και γελάω. Τελικά καταλήγω να κοιτάω την ταινία. Η ώρα περνάει πολύ γρήγορα, εφόσον είναι 12:55 μα δεν με ενοχλεί συνεχίζω να παρακολουθώ. Σχεδόν πλησιάζει το αγαπημένο σημείο της, γυρίζω να το σχολιάσω μα τότε βλέπω μιά κοιμισμένη Άλισον στο πλάι του καναπέ. Κλείνω την τηλεόραση, την παίρνω στην αγκαλιά μου και την πηγαίνω στο κρεβάτι μου. Αφού την αφήσω εκεί, αλλάζω ρούχα και ξαπλώνω μαζί της.
« Άλισον δεν θα έπρεπε να πάμε από εκεί » της λέω καθώς ανεβαίνουμε τις μικρές αυτές σκάλες. Κοιτάω γύρω μου τον χώρο υπάρχει άφθονο φως και εκατομμύρια βιβλία γύρω μας πάνω σε ράφια. Κοιτάω το ταβάνι το οποίο είναι μαύρο καθώς υπάρχει ένας σχετικά μικρός πολύφωτος. Δεν παίρνω καμία απάντηση από εκείνη καθώς ανεβαίνουμε. Μόλις φτάσουμε στην κορυφή της σκάλας, προσπερνάμε μερικά ράφια με βιβλία και μπαίνουμε σε ένα άλλο μικρό δωμάτιο, γεμάτο με βιβλία στα ράφια του τοίχου. Τραβάει ένα τυχαίο βιβλίο, το οποίο κάνει μία πόρτα να ανοίξει. Μπαίνουμε μέσα, στο στενό χώρο που υπάρχει, με ελάχιστο φως και μάρμαρο σχεδόν παντού. Περπατάμε για τόσο πολύ που μου μοιάζει με αιωνιότητα. Μέχρι που Άλισον μπροστά μου, σταματάει.
Κοιτάω να δω γιατί σταμάτησε και την βλέπω μπροστά από μία μηχανή για κωδικούς. Προσπαθεί να σκεφτεί για λίγο, να θυμηθεί κάτι και μόλις το κάνει πατάει τα εξής νούμερα '171196'. Περιμένω να δω τι στο καλό έκανε, μα πετάγομαι μόλις ακούσω θόρυβο από πίσω μου. Η Άλισον γυρίζει και με προσπερνάει, λες και δεν μπορεί να με δει. Γυρνάω για προσπαθήσω να την εμποδίσω, μα είναι πολύ αργά! Μπαίνει ήδη στον επόμενο χώρο που μοιάζει πολύ με τον προηγούμενο, ένα γραφείο με πολλά χαρτιά και βιβλία παντού στους τοίχους. Βλέπω τον Μπραντ μαζί με δύο άντρες, ο ένας είναι αυτή η γνωστή φυσιογνωμία και ο άλλος ένας άκυρος. Ο ένας κρατάει το Ντρέικ και ο άλλος τον χτυπάει.
« Πες μου τον κωδικό μικρέ » λέει ο Μπραντ που ακόμα δεν έχει καταλάβει πως πίσω του βρίσκεται η Άλισον, μα αντί να κάνει κάτι μένει παγωμένη χωρίς καν να κουνηθεί.
« Ποτέ! » απαντάει ο Ντρέικ καθώς φτύνει το αίμα που κυλάει από τα χείλη του στο πρόσωπό του. Κάνει μερικά βήματα πίσω και τότε πέφτει πάνω της. Την πιάνει απότομα από τον καρπό καθώς την κολλάει πάνω του, βγάζει ένα μαχαίρι και το βάζει μπροστά από το λαιμό της... « Μίλα » του φωνάζει. « 181297 » απαντάει κατευθείαν ο Ντρέικ και ο άντρας που τον χτύπαγε βγάζει το πιστόλι και τον πυροβολεί. Η Αλισον αμέσως πετάγεται καθώς προσπαθεί να ξεφύγει από το Μπραντ μα εκείνος έχοντας το μαχαίρι της σκίζει τον λαιμό. Βλέπω το νεκρό σώμα της να πέφτει στο πάτωμα καθώς εκείνος το αγνοεί και προχωράει προς το γραφείο. Ακουμπάει σε ένα συγκεκριμένο σημείο και αμέσως ένα κομμάτι από το γραφείο πετάγεται πάνω. Το αφαιρεί, πατάει τους αριθμούς που του είπε ο Ντρέικ ενώ…
« Σον το κινητό σου, ξυπνά! » ακούω την φωνή της Αλισον και πετάγομαι πάνω.
ALISON'S POV
Από το πρωί έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα. Δεν θέλω να πάω πάλι πίσω σε αυτό το κτήριο! Θέλω να το σκάσω μα δεν μπορώ. Είμαι τουλάχιστον μισή ώρα στο αμάξι του καθώς οδηγάει αλλά ακόμα δεν έχουμε πει κάτι. Γενικότερα φαίνεται αναστατωμένος θα έλεγα, ίσως φταίει που έμαθε όλα αυτά χθες. Μα είναι δικό του λάθος, ανακατεύτηκε σε πράγματα που δεν έπρεπε. Κοιτάω τον δρόμο καθώς δεν έχω ιδέα για το που πάμε. Το μόνο που βλέπω είναι ένα κτήριο στην μέση του πουθενά οπότε υποθέτω πως εκεί θα μείνω κλειδωμένη για λίγο. Το αμάξι σταματάει μόλις φτάσουμε, κατεβαίνει πρώτα ο Σον καθώς περιμένω να ανοίξει την πόρτα γιατί με δεμένα χέρια δεν γίνεται δουλειά. Μου ανοίγει, βγαίνω και με οδηγεί προς τα μέσα. Αμέσως συναντάμε το Μπραντ μπροστά μας με ένα τεράστιο ύπουλο χαμόγελο.
Ποσό θέλω να σε χτυπήσω, σκέφτομαι.
« Θα την πας στο τελευταίο δωμάτιο δεξιά » λέει και νεύει ο Σον. Ανεβαίνουμε τις σκάλες, στρίβουμε δεξιά και συνεχίζουμε το περπάτημα. Αθελα μου κοιτάω μέσα στους υπόλοιπους χώρους μα καθώς κοιτάω κάθε φορά τον επόμενο εύχομαι να μην γινόμουν περίεργη -βλέπω μερικούς άντρες να χτυπούν με δύναμη κάποιον στο πάτωμα, ανταλλαγές ουσιών, έναν άντρα να μετράει κάτι χρήματα, έναν άλλο άντρα σε καρέκλα να δέχεται ηλεκτροσόκ- ευτυχώς όμως αυτό τελειώνει εδώ. Φτάνουμε στο τελευταίο δωμάτιο, ο Σον ανοίγει την πόρτα και φρικάρω μόλις δω μία κοπέλα με μαύρα μαλλιά δεμένη σε μία καρέκλα. Το κεφάλι της είναι κατεβασμένο κάτω καθώς ελάχιστο αίμα γλυστράει από τα χείλη της. Το σώμα της είναι ταλαιπωρημένο, υπάρχουν σχεδόν παντού μελανιές. Αρχικά δυστάζω να μπω μέσα μα δυστυχώς το κάνω. Από το πουθένα πετάγεται ο Αλεξ που λέει στο Σον « Θα μοιραστούν τον χώρο » και τότε η κοπέλα σηκώνει το κεφάλι της.
« Κλερ; » λέω γεμάτη δυσπιστία για το ότι αντικρίζω.
______________________________________
Vote / Comment / Follow
For more ❤❤❤
أنت تقرأ
❝stockholm syndrome❞ ーmendes
مغامرةΣημείωμα συγγραφέας: θα προτιμούσα να διαβάσεις κάποιο άλλο βιβλίο μου, αντικειμενικά μιλώντας κριντζαρω με αυτό. « Άλισον δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Εννοώ, είμαι ο κακός της υπόθεσης, αυτός που σε πόνεσε και τα λοιπά » συνεχίζει. « Όλοι θα με π...