~Διάρρηξη~

407 64 17
                                    

Καθόμουν στο γραφείο της Φωτεινής και χτυπούσα με τα δάχτυλα μου το γραφείο. Η Φωτεινή μπήκε βιαστικά μέσα κρατώντας έναν χοντρό φάκελο.
-Συγγνώμη για την καθυστέρηση κυρία Νικολάου. Έχουνε πέσει πολλές δουλειές, ξέρετε.
-Ω, ναι, ξέρω. Δεν πειράζει.
-Κυρία Νικολάου όσο περνάει ο καιρός και δεν βρίσκουμε τον ένοχο, τόσο πιο πολύ κινδυνεύετε.  Όλοι σας. Ήδη έχει σκοτώσει άλλο ένα άτομο εκτός από τον Ευσταθίου.
-Ναι.
-Λοιπόν...αρχίζουμε. Εκείνο το βράδυ είσασταν μαζί με τον Νίκο Παυλόπουλο. Τι ώρα φύγατε από το διαμέρισμα του;
-Ε...πρέπει να ήταν γύρω στις τρεις. Λίγο πριν μάλλον...
-Την ίδια χρονική στιγμή όμως διεπράχθη ο φόνος. Άρα φαντάζομαι ότι κάτι υπέπεσε στην αντίληψη σας.
-Άκουσα, δεν είδα. Κάποιος έτρεχε στις σκάλες. Έχω την εντύπωση όμως ότι ήταν δύο.
-Δύο άτομα; Χμ, να ένα ακόμα στοιχείο. Πείτε μας και κάτι άλλο: θα χαρακτηρίζατε την Ρουσλάνα Τσβετανοβιτς καιροσκόπο;
-Να σας πω, βέβαια... τι είναι καιροσκόπος;
-Αυτός που αρπάζει ευκαιρίες.
-Α ναι, ναι ήταν πολύ από αυτό που λέτε! Και φιλοχρήματη., είπα με ύφος.
-Καλά μέχρις εδώ. Σας είχε εκφράσει κάποιες ανησυχίες της;
-Όχι. Δεν θα έλεγα μάλιστα ότι με συμπαθούσε και πολύ. Η Ρουσλάνα κανέναν δεν συμπαθούσε!
-Στο μπράτσο του θύματος βρέθηκε ένα τατουάζ με κόκκινο μελάνι. Ήταν ένας αριθμός, το τρία. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
-Πραγματικά δεν γνωρίζω.
-Υπήρχε κάποιος, τον τελευταίο καιρό που να κρατούσε εχθρική στάση απέναντι της.
-Εκτός από τη Χρυσούλα Χαριτίδη, κανείς. Οι περισσότεροι την αγνοούσαν.
-Μάλιστα. Υπογράψτε εδώ.
-Να σας ρωτήσω κάτι; Βρήκατε εκείνο το άλμπουμ που μας είπε;
-Όχι, δυστυχώς. Δεν υπάρχει στο διαμέρισμα της, ψάξαμε παντού.
-Σας παρακαλώ, κάντε ότι μπορείτε για να βρείτε τον δολοφόνο! Κάτι μου λέει πως θα υπάρξει και τρίτο θύμα... φοβάμαι.
-Μην ανησυχείτε. Είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί. Ήδη έχουμε αρχίσει να κάνουμε κάποια βήματα.
-Χαίρομαι. Μπορώ να φύγω;
-Ναι, φυσικά. Έχουμε τελειώσει...
-Γεια σας...
-------
Λίγο αργότερα καθόμουν στην άκρη του κρεβατιού μου και αναρωτιόμουν που μπορεί να είχε κρύψει τις φωτογραφίες, αφού δεν ήταν στο σπίτι της. Μήπως σε κάποιο άλλο σπίτι; Μήπως τις είχε δώσει σε κάποιον; Ή μήπως τις είχε βάλει σε καμία θυρίδα στην τράπεζα;
Έπρεπε να τις βρω εγώ πρώτη, όχι η αστυνομία. Ο λόγος ήταν ένας και σημαντικός: ήθελα επιτέλους να αναγνωρίσει ο κόσμος την αξία μου! Για αυτό, εγώ έπρεπε να βρω τον δολοφόνο.
Έκατσα να το σκεφτώ λίγο.
Μέχρι που πετάχτηκα απότομα από τη θέση μου.
Μα ναι! Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά δεν έχανα και τίποτα να το ψάξω.
Το θέμα ήταν ότι έθετα τον εαυτό μου σε κίνδυνο, ίσως όμως κατά βάθος να επιδίωκα κάτι τέτοιο.
Έμενε μόνο να βρω την κατάλληλη ευκαιρία και το ακόμα πιο κατάλληλο σχέδιο.
Είχε βραδιάσει. Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι, αλλά η αϋπνία των προηγούμενων ημερών είχε αρχίσει να με καταβάλλει.
Πριν προλάβω να το καταλάβω, αποκοιμήθηκα...
Δεν ήξερα τι ώρα ήταν... το μόνο που ήξερα ήταν ότι κάποιος χτυπούσε απελπισμένα την πόρτα μου. Σηκώθηκα όπως όπως από το κρεβάτι, αλλά παραλίγο να πέσω στο πάτωμα, όταν σκόνταψα πάνω στις παντόφλες μου.
-Τώρααααα!, φώναξα στον ανυπόμονο επισκέπτη.
-Δεν πάμε καλά! Ποιος χτυπάει την πόρτα μου μέσα στη μαύρη νύχτα;, ψυθύρισα.
Πριν προλάβω καλά καλά ν' ανοίξω την πόρτα ο Νάσος με έσπρωξε μέσα και την έκλεισε πίσω του.
-Τι έπαθες παιδάκι μου; Γιατί ήρθες εδώ;
-Μέλπω, βοήθησε με! Με κυνηγάει η αστυνομία, την έχω άσχημα αν με πιάσουν.
-Τι έκανες πάλι ρε χαμενε και σε κυνηγάνε;
-Ε...
-Σπίτι;, ρώτησα.
-Βενζινάδικο., μου απάντησε.
-Τι λες ρε ηλίθιε; Κι αν σε βρουν στο σπίτι μου μετά τι θα τους πω; Ότι πέρασες, να παίξουμε μπιρίμπα; Θα με πάνε μέσα για υπόθαλψη εγκληματία, ηλίθιε, ε, ηλίθιε!
-Σε παρακαλώ Μέλπω. Μόνο για ένα βράδυ και μετά θα φύγω. Σε παρακαλώ, δεν έχω που να πάω.
Το σκέφτηκα λίγο. Γιατί για άλλη μια φορά μου καρφώθηκε μια φαεινή ιδέα.
-Εντάξει, θα μείνεις εδώ. Υπό έναν όρο όμως.
-Τι; Πες μου;
-Θα κάνεις ότι σου πω εγώ.
-Δηλαδή;
Του εξήγησα ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Εκείνος όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
-Όχι...
-Πάω αμέσως να σε καταδώσω στην αστυνομία!, είπα.
-Θα γίνεις ρουφιάνα;
-Φυσικά!, απάντησα και για να τονίσω τα λόγια μου έκανα πως φεύγω.
-Περίμενε!, φώναξε, μπαίνοντας μπροστά μου για να με σταματήσει.
-Εντάξει, θα κάνω ότι θες.
-Έτσι μπράβο Νασούλη. Μπορείς να μείνεις εδώ. Μεθαύριο όμως φεύγεις.
-...
-Βγάλε τα παπούτσια σου. Θα σου στρώσω, να κοιμηθείς στον καναπέ. Το κρεβάτι μου, που να χτυπιέσαι κάτω, δεν το παίρνεις...
-Σ' ευχαριστώ ρε Μέλπω! Είσαι ψυχούλα τελικά!
-Ψυχούλα με ψίχουλα. Αυτός ο συνδυασμός με πληγώνει.
-Ε;
-Τίποτα μωρέ κάτι δικά μου. Τα λέμε εμείς οι μορφωμένοι αυτά. Που να καταλάβεις εσύ, ένα απλό, λαϊκό ανθρωπάκι;
-Ότι πεις εσύ Μέλπω...
-Καλά, σταμάτα να με γλύφεις τώρα, θα γλιστρήσω από τα σάλια... φεύγω. Άιντε καληνύχτα.
-Επίσης...
--------
Την επόμενη μέρα, το απόγευμα, γυρνώντας από τη δουλειά και καθώς ανέβαινα τις σκάλες, άκουσα την αγριοφωνάρα της Χρυσούλας.
-Τάσο; Μ' ακούς που σου μιλάω; Απόψε θέλω να με πας στα μπουζούκια!
-Ασ' το ρε γυναίκα που να βγαίνουμε έξω σήμερα...
-Πρώτον σήκω από την καναπέ και δεύτερον, πήγαινε στο μπάνιο να κατεβάσεις το καπάκι της λεκάνης! Σήμερα θα βγούμε, πάει και τελείωσε. Άντε πάρε τα πόδια σου, κουνήσου Τάσο!
Απομακρύνθηκε βιαστικά. Είχα ήδη ακούσει όσα ήθελα να ακούσω.
Άνοιξα τη πόρτα και μπήκα στο σπίτι μου, για να δω έναν Νάσο αραχτό στον καναπέ, με τα πόδια πάνω στο τραπέζι κι ένα μπουκάλι μπύρας δίπλα του. Παρακολουθούσε τηλεόραση.
-Λοιπόν, κόπρε. Βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνουμε την διάρρηξη. Σήμερα θα γίνουν όλα.
-Μα πως;
-Θα σου εξηγήσω φίλε μου, τώρα αμέσως. Πάρε όμως τα πόδια σου από το τραπέζι πριν στα κόψω σύρριζα., απάντησα προσπαθώντας να κρατήσω την υπομονή μου.
Του εξήγησα ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Για μια φορά μάλιστα έδειξε να συμφωνεί!
-Λοιπόν, έκλεισε., είπα. Απόψε, στις τρεις!
Και οι δείκτες στο ρολόι συνέχισαν  να γυρνούν με υπερβολικά αργή ταχύτητα...
-------
Ήμασταν έτοιμοι. Τουλαχιστόν εγώ.
Δυστυχώς ο Νάσος, καταβρόχθιζε μια σακούλα με δρακουλίνια σαν να επρόκειτο να πάει βόλτα στη θάλασσα!
-Ρε αχαιρευτε τώρα βρήκες την ώρα να φας τον άμπακο;
-Ε τι να κάνω κι εγώ; Γίνεται ληστεία αν δεν έχεις γεμάτο το στομάχι πρώτα;
-Πόσες φορές θα σου το πω; Δεν θα κάνουμε ληστεία, απλά θα ψάξουμε να βρούμε κάτι φωτογραφίες!
-Καλά, ότι πεις. Πάμε τώρα;
-Ναι, άιντε προχώρα. Με προσοχή, κόπρε.
Κατεβήκαμε σχεδόν αθόρυβα στον δεύτερο όροφο. Είχα φέρει έναν φακό μαζί μου κι εκείνος ένα κατσαβίδι κι έναν συνδετήρα.
-Μωρέ Μέλπω, μήπως να χτυπούσαμε να δούμε αν είναι μέσα;
-Που σε βρήκα εσένα, μου λες;, απάντησα, χάνοντας την υπομονή μου.
-...
-Κάνε τη δουλειά σου γρήγορα!
Δεν κατάλαβα τι έκανε ακριβώς, μέσα στο σκοτάδι, αλλά χρειάστηκε μόλις μισό λεπτό για να μπούμε μέσα.
Όλα τα φώτα στο σπίτι ήταν κλειστά, σημάδι ότι ο Τάσος κι η Χρυσούλα είχαν φύγει.
-Λοιπόν, Νάσο. Κάτσε στη πόρτα, να δεις αν έρχεται κάποιος, εγώ θα πάω να ψάξω...
-Εντάξει.
Η πρώτη μου κίνηση ήταν να ψάξω στο σαλόνι. Άνοιξα όλα τα συρτάρια, κοίταξα κάτω από το τραπέζι, στην βιβλιοθήκη και στον καναπέ. Τίποτα.
Αμέσως μετά πήγα στην κρεβατοκάμαρα τους. Εκεί, όλα ήταν τακτοποιημένα, όπως στο σαλόνι και μύριζε ένα βαρύ άρωμα. Σήκωσα ψηλά τον φακό μου.
Με την πρώτη ματιά δεν μπορούσα να δω κανένα άλμπουμ.
Άνοιξα τα συρτάρια και κοίταξα στο κρεβάτι. Μάταιος κόπος. Μήπως είχα πάρει τζάμπα το ρίσκο; Μήπως έκανα λάθος;
Έψαξα στη δίφυλλη ντουλάπα τους. Δεν υπήρχε τίποτα ούτε εκεί.
Πήρα μια καρέκλα, για να ανέβω και να φτάσω το πάνω πάνω ράφι.
Έριξα λίγο φως για να δω, καθώς  άρχιζα να ψαχουλεύω με το δεξί μου χέρι. Και ξαφνικά κάτι έπιασα...
Χριστέ μου, ψέλλισα και ξεροκατάπια. Μόλις είχα βρει ένα άλμπουμ!
Ήταν από εκείνα με τις θήκες κι όχι με το ριζόχαρτο.
Το άνοιξα με τρεμάμενα χέρια. Σε όλες τις φωτογραφίες, έβλεπα την Χρυσούλα και τον Τάσο να μου χαμογελούν, στο γάμο, στα ταξίδια και στο σπίτι τους. Αυτές οι φωτογραφίες έπρεπε να είχαν τραβηχτεί πριν από πολύ καιρό γιατί και οι δυο έδειχναν τουλάχιστον δέκα χρόνια νεώτεροι.
Απογοητεύτηκα. Πουθενά δεν υπήρχε η φωτογραφία του δολοφόνου.
Άρχισα να ψάχνω σε κάθε θήκη ξεχωριστά. Ήθελε υπομονή αυτό κι εγώ δεν είχα. Ούτε χρόνο.
Μέχρι που σε δυο θήκες παρατήρησα κάτι περίεργο. Υπήρχαν δυο φωτογραφίες στην κάθε μια!
Μπροστά, στη πρώτη θήκη έβλεπα μια φωτογραφία με τον Τάσο και τη Χρυσούλα, στη Μύκονο. Μόλις όμως έβαλα το χέρι μου μέσα κατάλαβα ότι υπήρχε κι αλλη μια φωτογραφία, η οποία ήταν γυρισμένη, έτσι ώστε να μην φαίνεται το περιεχόμενο της. Το ίδιο παρατήρησα και στην αμέσως επόμενη θήκη.
Τώρα στα χέρια μου κρατούσα δύο φωτογραφίες και ήθελα να αρχίσω να χορεύω από τη χαρά μου... μέχρι να τις κοιτάξω και τις δύο προσεκτικά.
Μέχρι να δω τον δολοφόνο, να κρατάει τον μπαλτά στο χέρι και να βγαίνει από το διαμέρισμα του Στάθη, μέσα στα αίματα.
Οι φωτογραφίες, μου έπεσαν από το χέρι και βρέθηκαν στο πάτωμα.
-Όχι., ψέλισσα.
-Μέλπω! Κάνε γρήγορα!, άκουσα τη φωνή του Νάσου από το χολ.
-Έρχομαι., ψυθύρισα, καθώς έσκυβα να μαζέψω τις φωτογραφίες από το πάτωμα.
-Μέλπω! Κάποιος έρχεται!, τον άκουσα να λέει.
Στ' αυτιά μου, σχεδόν την ίδια στιγμή έφτασε μια φωνή, γνώριμη. Η Χρυσούλα!
Και τότε... ο χρόνος πάγωσε. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας ξερός κρότος. Γύρισα το κεφάλι μου και...
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ!!!

Απόψε, στις τρεις {TYS_GR}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant