~Τρόμος~

367 67 12
                                    

Μόλις έφυγε η Φωτεινή, έκλεισα τα μάτια μου. Δεν της είχα πει κάτι, ένα πράγμα: το άρωμα που είχα μυρίσει όταν με χτυπούσε "Ο άγνωστος".
Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Στην αρχή που μιλούσαμε δεν το θυμόμουν καν. Μετά μου ήρθε στο μυαλό αλλά αποφάσισα να μην της το πω. Αυτό μπορούσα άνετα να το κρατήσω σαν στοιχείο για την έρευνα μας, με τον Νίκο Παυλόπουλο. Έτσι εγώ πρώτη θα αποκάλυπτα τον δολοφόνο, όχι αυτή η ηλίθια μπατσίνα.
Χαμογέλασα. Βρισκόμασταν μια ανάσα πριν τον ξεσκεπάσουμε. Σε λίγες μέρες που θα έβγαινα εγώ από το νοσοκομείο θα τελείωναν όλα.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Νίκος.
-Είσαι καλά;, με ρώτησε.
-Καλύτερα, ναι. Ήταν εδώ η Φωτεινή.
-Ναι, το ξέρω την είδα. Σε ρώτησε τι ξερεις για τον δολοφόνο;
-Ναι. Και της είπα πως δεν ξέρω τίποτα, δεν κατάφερα να δω το πρόσωπο του.
-Εντάξει. Εμείς όμως ξέρουμε ότι είναι ο δολοφόνος, ξέρουμε και ποιος είναι. Μόλις φύγουμε από εδώ θα αποκαλυφθεί!
-Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ.
Ο Νίκος είδε ότι τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν. Χαμογέλασε.
-Εγώ να φεύγω σιγά σιγά. Βλέπω που νυστάζεις...
-Μα μόλις ήρθατε!
-Δεν πειράζει, θα τα πούμε όταν θα είσαι ξεκούραστη.
-Ευχαριστώ.
-Για ποιο πράγμα;
-Για... όλα!
---------
Οι μέρες πέρασαν απελπιστικά αργά. Είχα βαρεθεί να είμαι μέρα νύχτα σε ένα κρεβάτι, δεν άντεχα άλλο, έπρεπε να σηκωθώ. Ο Νίκος βρισκόταν συνέχεια δίπλα μου και μου μιλούσε, ήρθε η Ασπασία να με δει μαζί με τον Φάνη, ενώ η Φωτεινή άφησε μερικούς αστυνομικούς να με προσέχουν.
Όταν έφτασε η μέρα που θα έπαιρνα το εξιτήριο ζήτησε από τον Νίκο να μου φέρει έναν καθρέφτη.
-Τι τον θες τον καθρέφτη;, με ρώτησε.
-Απλά δώστε μου έναν., απάντησα κοφτά.
Εκείνος λίγο αργότερα επέστρεψε κρατώντας τον στο χέρι.
-Μην πανικοβληθείς. Θα περάσει.
-...
Κοίταξα το είδωλο μου στο γυαλί. Γούρλωσα τα μάτια, άνοιξα το στόμα να μιλήσω αλλά τι περίεργο... δεν μπορούσα!
Έβλεπα μπροστά μου ένα παραμορφωμένο πρόσωπο, πρισμένα μάτια, μάλιστα το δεξί είχε μια τεράστια μελανιά, σκισμένα χείλη, ράμματα. Δεν μπορούσα πλέον να αναγνωρίσω τον εαυτό μου!
Ο καθρέφτης έπεσε απ' τα χέρια μου, βρέθηκε στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια.
-Αμάν! Αχ, γρουσουζιά!, ακούστηκε η φωνή της νοσοκόμας πίσω μας.
Έβαλα τα κλάματα.
-Έλα τώρα, κλαις για αυτό; Έχεις καλυτερέψει Μέλπω κι ακόμα καλυτερεύεις, δεν θα μείνεις για πάντα έτσι. Σταμάτα να κλαις.
-...
-Έλα, άντε να σηκωθούμε από το κρεβάτι σιγά, σιγά. Όλα θα φτιάξουν τώρα, θα το δεις. Κανένας δεν μπορεί να σε πειράξει πια.
-...
-Παμε. Σε περιμένει η Ασπασία στο σπίτι.
Το βλέμμα μου γέμισε με παράπονο.
-Γιατί; Γιατί έγιναν όλα αυτά; Τι ζητάει ο δολοφόνος;
-Ξέρεις και ξέρω. Μόλις γυρίσουμε θα λογαριαστούμε μαζί του.
-Ναι.
Πήραμε ταξί και γυρίσαμε στο διαμέρισμα μου. Εκείνος επέμενε να ξαπλώσω. Δεν του χάλασα το χατίρι.
-Μέλπω... όσο πιο γρήγορα αποκαλυφθεί ο δολοφόνος, τόσο πιο ασφαλής θα είμαστε. Πρέπει το βράδυ να...
-...να τον αποκαλύψουμε εμείς;
-Ακριβώς.
-Και τι θα πούμε για τις φωτογραφίες που σούφρωσα;
-Ε... θα πούμε... ότι μας τις έδωσε η Χρυσούλα! Σήμερα μας τις έδωσε, έτσι θα πούμε γιατί... φοβόταν για τη ζωή της.
-Έξυπνο.
-Ναι. Κοιμήσου τώρα, θα τα πούμε το βράδυ.
-Γεια σας κύριε Παυλόπουλε...
Εκείνος έφυγε κι εγώ έκλεισε τα μάτια μου. Ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος...
------
Ήταν γύρω στις δέκα όταν χτύπησε η πόρτα μου. Άνοιξα και ο Νίκος μπήκε μέσα χαμογελαστός.
-Είσαι καλά;
-Ναι, κοιμήθηκα λίγες ώρες.
-Χαίρομαι. Μέλπω... πρέπει πρώτα να πάμε στη Χρυσούλα και να συννενοηθούμε μαζί της. Ξέρουμε ότι ήθελε να αποκαλύψει ποιος ήταν ο δολοφόνος, στην αστυνομία. Τώρα που θα έρθουν να τον συλλάβουν,  πρέπει να τους πει ότι αυτή μας έδωσε τις φωτογραφίες.
-Εντάξει.
-Δεν μ' αρέσει καθόλου που λέμε ψέματα, να το ξέρεις αυτό.
-Το ξέρω. Συγγνώμη που σας υποχρεώνω να το κάνετε, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για...
-Μην απολογείσαι, τα πράγματα δεν αλλάζουν. Πάμε τώρα;
-Βέβαια, εγώ έτοιμη είμαι...
Κατεβήκαμε τις σκάλες και χτυπήσαμε την πόρτα της Χρυσούλας και του Τάσου. Μία, δύο, τρεις φορές. Κανείς δεν μας άνοιξε.

-Να έρθουμε πάλι σε μια ώρα;, ρώτησε.
-Ναι. Αν και μου κάνει εντύπωση που λείπουν, αυτοί σπάνια βγαίνουν έξω.
-Ε μπορεί σήμερα να ήθελαν να βγουν, να ξεσκάσουν, Σάββατο δεν είναι;
-Ναι αλλά κάτι δεν μ' αρέσει εμένα! Κάτι δεν μου κολλάει.
-Ωχ μωρέ Μέλπω. Είναι περίεργο να λείπουν δηλαδή από το σπίτι τους οι άνθρωποι; Άντε πάμε να φύγουμε!
Ανεβήκαμε τις σκάλες και μπήκαμε στο δικό του διαμέρισμα αυτή τη φορά, αμίλητοι...
Έβαλε λίγο κρασί, ενώ εγώ κοιτούσα την κίνηση από το παράθυρο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είχαμε μια άσημη θέα, έβγαινε κανείς στο μπαλκόνι και κοιτούσε μόνο πολυκατοικίες! Τίπιτα το ενδιαφέρον δεν είχε αυτή η εικόνα.
Ο Νίκος μου έδωσε το ποτήρι με το κρασί και καθίσαμε στον καναπέ.
Συζητούσαμε για ώρα, μέχρι που κοίταξα το ρολόι στο χολ.
-Έντεκα πήγε, φεύγουμε;, είπα.
-Ναι, τώρα.
Κατέβηκα πρώτη τα σκαλιά βιαστική και χτύπησα την πόρτα. Μία, δύο τρεις φορές. Κανένας δεν μου άνοιξε!

-Έπρεπε να το περιμένουμε. Αν όντως έχουν βγει έξω, θα γυρίσουν πολύ αργά.
-Ναι, αλλά εμάς μας πιέζει ο χρόνος!, απάντησα.
-Είναι κι αυτό.
-Φοβάμαι κύριε Παυλόπουλε. Λέτε να το έχουν σκάσει;
-Πως σου ήρθε αυτό;
-Δεν ξέρω. Είναι σαν διαίσθηση, εμείς οι γυναίκες το έχουμε αυτό.
-Όχι, αποκλείεται, λάθος κάνεις.
-Καλέστε την αστυνομία!
-Όχι, Μέλπω!
-Καλέστε την αστυνομία!, επέμεινα πιο έντονα εγώ καθώς άρχισα να χτυπάω ξανά την πόρτα, υστερικά σχεδόν.
-Ηρέμησε!
-Δεν πρόκειται. Αν δεν έρθει η αστυνομία, εγώ θα μείνω όλη τη νύχτα εδώ.
-Βρε τι πάθαμε...
-Καλέστε την είπα!
Αναστέναξε.
-Εντάξει. Θα το κάνω μόνο και μόνο για να δεις ότι έχεις άδικο.
Έκατσα στα σκαλιά, ανυπόμονη. Τον άκουγα να μιλάει στο τηλέφωνο με έναν αστυνομικό. Ύστερα κατέβηκε και μου είπε ότι σε λίγο θα έρθουν εδώ.
Ηρέμησα. Δεν μας είχε μείνει τίποτα άλλο πέρα από το να περιμένουμε.
Μόλις ακούστηκε η σειρήνα  του περιπολικού πεταχτήκαμε πάνω,  εγώ ταραγμένη κι εκείνος πιο ήρεμος. Φαινομενικά.
-Περάστε., είπε σε έναν αστυνομικό.
-Μα τι συμβαίνει στη πολυκατοικία σας τέλος πάντων;,
-Μπορείτε λίγο να χτυπήσετε αυτή τη πόρτα; Δεν μας ανοίγουν κι έχουμε ανησυχήσει., απάντησα.
Ο αστυνομικός χτύπησε τη πόρτα.
-Ανοίξτε! Αστυνομία!, φώναξε.
Κανείς δεν του άνοιξε. Απόλυτη σιωπή για λίγο.
Μέχρι που αποφάσισε να τη σπάσει.
Μπήκαμε εγώ, ο Νίκος κι άλλοι δύο αστυνομικοί στο σκοτεινό διαμέρισμα.
Δεν προχωρήσαμε όμως πάρα πολύ.
Έμεινα παγωμένη στη θέση που βρισκόμουν, όπως όλοι.
Δύο κομμένα κεφάλια μας κοιτούσαν από την απέναντι γωνία του σαλονιού.
Δύο σώματα κείτονταν στο πάτωμα, πεσμένα, μαζί με τις καρέκλες που καθόντουσαν πριν.  Χωρίς κεφάλι.
Μέσα στα αίματα...
Η Χρυσούλα και ο Τάσος...
Θεέ μου...
Ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη, ή μάλλον με όση μου είχε απομείνει.
Και μετά...
Αλήθεια τι έγινε μετά; Δεν μπορώ να θυμηθώ.
Σκοτάδι...


Απόψε, στις τρεις {TYS_GR}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora