~Απάνθρωπο τέλος~

339 63 18
                                    

-Τι... τι είναι αυτό;, ρώτησε ο Οικονομάκης την Κορίνα.
-Αυτό; Η απόδειξη ότι ο φίλος σου είναι ρουφιάνος! Δεν τ' ακούς και μόνος σου; Τι έχεις να πεις τώρα;
-Ο Τάσος; Ο Τάσος θέλει να με καρφώσει στην αστυνομία; Θα τον σκοτώσω τον αλήτη!
-Βιάζεσαι Οικονομάκη και κάνεις επιπολαιότητες. Ηρέμησε, για να ακούσεις αυτό που θα σου πω.
-Μα τι ν' ακούσω; Άκουσα πριν, δεν χρειάζεται. Θα τον σκοτώσω εγώ ο ίδιος!
-Κι αυτό θα γίνει. Περίμενε όμως, πρέπει να οργανώσουμε το σχέδιο μας. Τώρα με τον ξυλοδαρμό της Μέλπως η αστυνομία είναι σε επιφυλακή. Μ' ένα στραβοπάτημα μπορούμε να καταστραφούμε όλοι!
-Κι εσύ τι προτείνεις; Να περιμένω να μας καρφώσουν;
-Όχι, βέβαια. Δεν θα το κάνουν τώρα, Νικόλα. Περιμένουν τη κατάλληλη στιγμή. Περιμένουν να χαλαρώσουμε εμείς λίγο.
-Τι προτείνεις;
-Θα σου πω...
-------
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020
Είχαν περάσει σχεδόν δέκα μέρες από τότε. Όλα ήταν φυσιολογικά και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα συμβεί. Έκανε τρομερή ζέστη και οι πιο πολλοί έψαχναν ευκαιρία για να πάνε έστω για λίγες ώρες στην θάλασσα.
Οι ένοικοι της πολυκατοικίας έδειχναν ήρεμοι, σαν να μην τους απασχολούσε τίποτα.
Αλήθεια τι μπορούσε να πάει στραβά;
Εκείνο το βράδυ ήταν η Χρυσούλα που ροχάλιζε και κοιμόταν του καλού καιρού.
Ο Τάσος υπέφερε από έναν φοβερό πόνο στη πλάτη. Δυστυχώς τα έμπλαστρα τους είχαν τελειώσει. Και ήταν αργά το βράδυ δεν μπορούσε να πάει στο φαρμακείο.
Πήγε στο σαλόνι να δει λίγο τηλεόραση μήπως ξεχαστεί, αλλά τέτοια ώρα είχε από αυτά τα 'θρίλερ' που σιχαινότανε να βλέπει και που του έκοβαν την ανάσα.
Έκλεισε την τηλεόραση.
Για λίγο έμεινε ακίνητος στον καναπέ, ενώ επικρατούσε απόλυτη σιωπή.
Σαν κάτι να μη του άρεσε όμως. Ναι, κάτι πήγαινε σίγουρα λάθος! Αλλά τι;
Πλησίασε την πόρτα με αβέβαιο βήμα. Ένιωσε στα ξαφνικά ένα ψυχρό αεράκι να τον χτυπάει στον σβέρκο κι ανατρίχιασε.
Από τον φόβο του έκανε πίσω.
Μα... τι φοβόταν πια; Κανένας δεν υπήρχε εκεί έξω! Ή μήπως...
Έπρεπε να σιγουρευτεί.
Ίσως αν άνοιγε την πόρτα, αν έβλεπε ότι δεν ήταν κανείς εκεί, να ησύχαζε.
Πλησίασε πιο κοντά και με μια κίνηση την άνοιξε.
Στη στιγμή του κόπηκε η ανάσα.
Δυο άντρες στεκόντουσαν μπροστά του. Δυο άντρες με απειλητικές διαθέσεις.
Ο Χαρίλαος τον έσπρωξε αμέσως μέσα.
Ο Νικόλας μπήκε και τον ακινητοποίησε. Ακριβώς πίσω του εμφανίστηκε η Κορίνα. Κάτι κρατούσε στο δεξί της χέρι, κάτι που όμως ο Τάσος δεν μπορούσε να δει.
-Ε! Τι γίνεται, τι κάνετε;, είπε.
-Σκάσε!, του απάντησε ο Οικονομάκης και του έδωσε αυτοστιγμεί μια γροθιά στο μάτι.
Η Κορίνα με τη σειρά της κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα, κρατώντας σφιχτά στο χέρι της ένα όπλο.
Πλησίασε την κοιμισμένη Χρυσούλα και την σκούντηξε δυνατά με την κάννη.
-Α! Παναγία, μου βοήθεια., ούρλιαξε εκείνη.
-Βούλωσε το ηλίθια! Εμπρός, σήκω και πήγαινε στο σαλόνι μαζί με τον άντρα σου.
-Τι κάνετε; Γιατί κρατάς όπλο;
-Στο σαλόνι, γρήγορα!
Η Χρυσούλα υπάκουσε.
Τώρα βρισκόντουσαν όλοι σε έναν χώρο και τα δύο θύματα κρατούσαν ψηλά τα χέρια τους.
Οι δύο άντρες τους έβαλαν με το ζόρι να κάτσουν σε καρέκλες και τους έδεσαν.
Όλα αυτά γινόντουσαν κάτω από το άγρυπνο μάτι της Κορίνας που σημάδευε το ζευγάρι με το όπλο.
Ο Τάσος κοίταξε τρέμοντας τον Χαρίλαο και τον Νικόλα.
-Τι θέλετε από μας; Νικόλα; Γιατί είστε εδώ;
-Δεν ξέρεις φίλε; Να σου πω, αν θες. Νόμιζες ότι θα γλιτώσεις;
-Δεν καταλαβαίνω. Τι να γλιτώσω;
-Εγώ Τασούλη, ξέρω τι μου γίνεται! Κι επίσης ξέρω ότι ήθελες να μας καρφωσεις στην αστυνομία!
-Συκοφαντίες! Εγώ ποτέ μου δεν θα έκανα κάτι τέτοιο. Ποιος σου το είπε;
-Έλα, τώρα. Αφού το άκουσα με τ' αυτιά μου. Μήπως θες να τ' ακούσεις κι εσύ; Κορίνα!, μόλις άκουσε το όνομα της εκείνη έβγαλε το μαγνητόφωνο και πάτησε το 'play'. Στη στιγμή ακούστηκε η φωνή του Τάσου.
Εκείνος κοκκίνισε από την οργή του.
-Ψέματα!
-Χαρίλαε, θα το κάνω εγώ., είπε μόνο ο Οικονομάκης και τους πλησίασε.
-Φίλε, δεν μπορείς να μας σκοτώσεις. Τόσα χρόνια ήμαστε κολλητοί!
-Κι εσύ δυστυχώς αποφάσισες να το ξεχάσεις αυτό και να με προδώσεις. Πρέπει να σε συγχωρήσω τώρα φίλε; Πες μου! Εσύ θέλεις να καρφωσεις τον καλύτερο σου φίλο. Τι πρέπει να πάθεις για αυτό;
-Σε παρακαλώ Νικόλα... μη.
-Ρε... ανώμαλε! Ρε ψυχοπαθή, ρε... λαμόγιο του κερατά! Θα σαπίσεις στην φυλακή, θα σου πάρει ο διάολος ότι έχεις και δεν έχεις! Λύσε με κι άσε με να φύγω. ΤΩΡΑ!, φώναξε η Χρυσούλα.
-Να σε λύσω; Για τον άντρα σου δεν νοιάζεσαι;
-Μωρέ ποιος τον χέζει αυτόν; Αφού ήταν τόσο χαιβανι που πήγε κι έμπλεξε μαζί σου, ας φάει τα μούτρα του, καλά να πάθει και ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ. Λύσε με τώρα αμέσως, γιατί θα σηκώσω όλη την πολυκατοικία με τις φωνές μου, θα φωνάξω την αστυνομία, θα... θα σε φτάσω ως την Τατιάνα Στεφανίδου κακομοίρη μου, στα κανάλια!
Ο Νικόλας μόρφασε κι έκανε νόημα στον Χαρίλαο. Εκείνος της έδεσε σφιχτά ένα μαντήλι γύρω από το στόμα της, όπως και στον Τάσο, για να μη μιλάνε.
Ύστερα έσκυψε κι έβγαλε κάτι από τη τσάντα του. Μόλις το είδαν, τα δύο θύματα προσπάθησαν με απόγνωση να λύσουν τα χέρια τους. Μάταιος κόπος.
-Χαρίλαε; Θα το κάνω εγώ, που έτσι κι αλλιώς είμαι αριστερόχειρας., είπε ο Νικόλας και πήρε τον μπαλτά στο χέρι του.
Πλησίασε τον Τάσο.
-Φίλε... λυπάμαι που φτάσαμε ως εδώ. Αλήθεια. Όμως δεν μου αφήνεις άλλο περιθώριο, δυστυχώς. Εύχομαι μόνο να σε συγχωρέσει αυτός εκεί πάνω, γιατί εγώ δεν πρόκειται!, είπε κι έδειξε με το βλέμμα του το ταβάνι, σαν να κοιτούσε τον Θεό.
-Θα τα πούμε... στην Κόλαση!, έβαλε τον μπαλτά στον λαιμό του Τάσου και με μια κίνηση... τον έκοψε πέρα ως πέρα. Χωρίς κανέναν συναισθηματισμό.
Τα μάτια της Χρυσούλας γούρλωσαν καθώς έβλεπε το κεφάλι του άντρα της να πετάγεται στην άλλη άκρη του σαλονιού.
Ύστερα ο Νικόλας πλησίασε κι εκείνη. Άρχισε να κουνιέται νευρικά στην καρέκλα της, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω.
Ο Χαρίλαος τη σήκωσε και ο Νικόλας πήγε ακριβώς από πίσω της.
Η Χρυσούλα μούγκριζε ενώ ταυτόχρονα κουνούσε με απελπισία το κεφάλι της.
Μέχρι που κι εκείνο βρέθηκε στο πάτωμα, δίπλα σε αυτό του Τάσου.
Τέσσερα θύματα.
Στις τρεις το πρωί...
-------
Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020, Τώρα

Απόψε, στις τρεις {TYS_GR}Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin