Κεφάλαιο 22

70 2 0
                                    

Καθώς σηκώνομαι από το κρεβάτι συνειδητοποιώ ότι το σώμα μου είναι τόσο βαρύ που μου είναι σχεδόν αδύνατον να σταθώ στα πόδια μου. Κρατιέμαι από τον τοίχο και σιγά-σιγά ανακτώ τις δυνάμεις μου, βγαίνω από το δωμάτιο και αντικρίζω την Κοραλλένια να βλέπει τηλεόραση. <<Πως και από εδώ;>> ρωτάω και εκείνη μου ρίχνει ένα ψεύτικο χαμόγελο. Έχω συνηθίσει την απουσία της από τότε που ξεκίνησε ο δεύτερος χρόνος της σχολής της, πραγματικά κάνουμε μαύρα μάτια για να την δούμε. <<Με κάλεσε η Θεία για φαί>> μου λέει και κλείνει την τηλεόραση, <<Έχουμε καιρό να τα πούμε εμείς οι δύο έτσι δεν είναι;>> ρωτάει προσπαθώντας να μου δείξει το ενδιαφέρον της αλλά δεν είναι καθόλου πειστική. Με έχει παραμελήσει τελείως και δεν νοιάζεται για το πως περνάω. Όποτε την παίρνω τηλέφωνο είτε θα έχει κάτι να κάνει είτε θα είναι έτοιμη να κοιμηθεί.

Γυρίζω την πλάτη μου και κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Ανοίγω το φως και παρατηρώ πως το ασπράδι των ματιών μου έχει ένα περίεργο χρώμα. Πλένω καλά το πρόσωπο μου και καλυτερεύει η κατάσταση του, βγαίνω από την πόρτα και με περιμένει απ' έξω η Κοραλλένια. Την κοιτάω δυσανασχετώντας και την προσπερνάω,<<Θες να μου πεις τι σου συμβαίνει;>> με ρωτάει και εγώ συνεχίζω το δρόμο μέχρι το σαλόνι. <<Αχ ρε Κοραλλένια,πως άλλαξες έτσι;>> την ρωτάω και εκείνη με κοιτάει παραξενεμένη <<Τι εννοείς;>> με ρωτάει και εγώ ξαπλώνω στον μεγάλο καναπέ. <<Εννοώ ότι δεν νοιάζεσαι για εμάς, είμαστε ένα φαί για σένα ή ένα ωραίο απόγευμα. Τα ρούχα σου μου γεμίζουν την ντουλάπα χωρίς λόγο. Απορώ πως δεν έχεις πάρει ακόμα τα πράγματα σου;>> της λέω θυμωμένη αλλά εκείνη δεν αντιδρά, ίσως να γνωρίζει κατα βάθος πως έχω απόλυτο δίκιο. <<Για να πω σε κάποιον τι έχω πρέπει να με κάνει να νιώθω εμπιστοσύνη και πιστεψέ με εσύ δεν με κάνεις να νιώθω καμία εμπιστοσύνη πλέον>> απαντάω και σταματάω την συζήτηση. <<Έλενα άργησες πολύ να ξυπνήσεις, δεν το συνηθίζεις αυτό>> μου λέει η μαμά σκουπίζοντας τα χέρια της και εγώ κοκαλώνω λιγάκι, θυμάμαι τα λόγια του πατέρα μου στο όνειρο και με πιάνει ταχυπαλμία. Στην πραγματικότητα του ονείρου δεν ξυπνούσα νωρίς όπως συνηθίζω να κάνω.

<<Παιδί μου είσαι καλά;>> με ρωτάει και εγώ γυρίζω πίσω στον πραγματικό κόσμο και πιέζω τον εαυτό μου να ηρεμήσει και να απαντήσει στην ερώτηση που μου έθεσε η μαμά μου. <<Ναι μαμά μου μια χαρά, απλώς δεν κοιμήθηκα πολύ καλά χθες>> της λέω και βολεύομαι καλύτερα στον καναπέ για να χωρέσει και εκείνη. <<Λέγαμε με την Κοραλλένια να κατεβούμε για ψώνια σήμερα όλες μαζί>> αποκρίνεται η μαμά μου με ένα μεγάλο χαμόγελο <<Αχ ρε μαμά, δεν έχω καθόλου όρεξη σήμερα, άσε που θα πάω στην Αναστασία σε λίγο, γιατί θέλω να της πω κάτι>> δηλώνω αποφεύγοντας την πρόσκληση για ψώνια και βλέπω ότι και οι δύο στεναχωριούνται. <<Ει, μην στεναχωριέστε, σας υπόσχομαι ότι την επόμενη φορά που θα έρθει η Κοραλλένια θα κατεβούμε σίγουρα στο κέντρο για ψώνια>> λέω και δείχνουν το ίδιο δυσαρεστημένες με πριν. <<Καλά παιδί μου>> λέει εν τέλει η μαμά μου και εγώ σηκώνομαι από τον καναπέ και ετοιμάζομαι να πάω στην Άνια.

Όταν ο ουρανός συννεφιάζειWhere stories live. Discover now