Κεφάλαιο 39

68 2 0
                                    

Με αγκαλιάζει αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ, ούτε από πάνω του, ούτε από πουθενά. Νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν και το κεφάλι μου να μουδιάζει. <<Όχι, Ελενα! Όχι τώρα μωρό μου!>> μου φωνάζει ενώ εγώ χάνω τις δυνάμεις μου και αφήνομαι στα χέρια του.

<<Βγήκε, βγήκε>> ακούω την φωνή της μαμής και το κλάμα του μωρού μου. Ο μικρός μου άγγελος ήρθε στον κόσμο. Η μητέρα μου στέκεται δίπλα μου και μου σφίγγει το χέρι, τη στιγμή που βλέπω το μωρό μου γεμάτο αίματα σε ένα λευκό σεντόνι. Το σώμα μου είναι μούσκεμα και ο πόνος σε όλο μου το σώμα αρχίζει σιγά σιγά να υποχωρεί μόλις μου το δίνουν να το κρατήσω.

Είναι υπέροχο, εννιά μήνες για να έρθει στον κόσμο αυτό το πλασματάκι, με τα υπέροχα ματάκια και τα μικροσκοπικά χεράκια. Αυτή εδώ η λατρεία είναι δική μου. Ανοίγει η πόρτα και βλέπω τον Ερμή να ξεπροβάλει αγχωμένος <<Είναι αγόρι;>> ρωτάει και τον λοξοκοιτάζω <<Κορίτσι και μάλιστα υγιέστατο>> δηλώνει η μαμή και ο Ερμής απογοητεύεται. <<Σας παρακαλώ βγείτε έξω δεν τελειώσαμε ακόμα>> λέει αυστηρά η μαμή και την βλέπω να με πλησιάζει με μία ένεση, την στιγμή που ο Ερμής φρικάρει και βγαίνει βιαστικά έξω. <<Τα πήγες περίφημα καλή μου, τώρα όμως χρειάζεσαι ξεκούραση για να αναπληρώσεις το αίμα που έχασες>> δηλώνει και μπήγει την ένεση στο μπράτσο μου. Η μαμά παίρνει την μικρή από την αγκαλιά μου και εγώ χάνω τις αισθήσεις μου.

Μία μέρα νωρίτερα

<<Άνια είδα ένα παράξενο όνειρο χθες, άσχετο με τα οράματα μου ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, πάρε με τηλέφωνο μόλις ακούσεις το μήνυμά μου>> δηλώνω ουσιαστικά στον τηλεφωνητή και πετάω το τηλέφωνο στο κρεβάτι μου. Μου είναι δύσκολο να καταλάβω πολλά από τα όνειρα μου, ειδικά όταν δεν σχετίζονται με πραγματικά γεγονότα. Κάθε μέρα που περνάει, η ιστορία ξετυλίγεται με μυστήριο τρόπο, έχω δει μόνο μία και αυτή όχι ολοκληρωμένη. Αναρωτιέμαι πότε θα μπορέσω να δω και τις υπόλοιπες, φαντάζομαι πως μια ολόκληρη ζωή δεν είναι αρκετή.

Καθώς προχωράω, αισθάνομαι τον αέρα να με φυσάει και τον ιδρώτα στο λαιμό μου να κρυώνει. Καλοκαίριασε, ο Ιούνης έχει μπει για τα καλά και το φετινό καλοκαίρι προβλέπεται ζεστό και μεγάλο. Η γιαγιά σε λίγο θα πάει στην Κέρκυρα και προσπαθώ να την χορτάσω όσο περισσότερο μπορώ. Την επισκέπτομαι σχεδόν κάθε μέρα και ο Βαγγέλης τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Έχουν δεθεί πάρα πολύ και μοιράζονται ιστορίες για τον παππού του, η γιαγιά μου του μιλάει για το μακρινό παρελθόν και το πόσο κοντά ήταν ενώ εκείνος της μιλάει για τα γεράματα και τις ιδιοτροπίες του. Αυτές τις στιγμές εγώ σιωπώ και ακούω. Πολλές φορές τους βλέπω να βουρκώνουν και σκέφτομαι ότι ο Βαγγέλης ποτέ δεν ξέσπασε για τον θάνατο του παππού του. Είναι και άλλες φορές που θυμώνω γιατί ο μεγάλος ερωτάς της γιαγιάς δεν ήταν ο δικός μου παππούς, ωστόσο μου υπενθυμίζει συνέχεια ότι στον γάμο της ήταν απίστευτα ευτυχισμένη και έζησε τα καλύτερα χρόνια της ζωής της.

Όταν ο ουρανός συννεφιάζειOù les histoires vivent. Découvrez maintenant