Κεφάλαιο 33

67 3 0
                                    

<<Ήρθες στην Θεσσαλονίκη;>> ρωτάω σοκαρισμένη και από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου την ακούω λαχανιασμένη <<Ναι, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με έτρωγε ο κώλος μου!>> δηλώνει και δίνω μια σφαλιάρα στον εαυτό μου. <<Είσαι τρελή; Αύριο έχεις εργαστήριο!>> φωνάζω και ακούω μηχανάκια από πίσω. <<Που πας τώρα;>> ρωτάω και βλέπω την μαμά μου να με παρακολουθεί από την κουζίνα. Από χθες με έχει από κοντά, φοβάται μην κάνω καμία βλακεία με τον Βαγγέλη. Δεν ξέρει βέβαια ότι την έχω κάνει ήδη την βλακεία. <<Πάω στον Αχιλλέα>> μου λέει και ακουμπάω το κεφάλι μου δυσανασχετώντας <<Ματίνα, το έχεις χάσει τελείως; Από εκεί που δεν ήθελες να τον ξέρεις τώρα θα πας να τον δεις στο κέντρο αποτοξίνωσης;>> λέω απηυδησμένη και κάθομαι στο κρεβάτι μου. <<Το ξέρω αλλά δεν μπορώ να του κρατάω μούτρα για πάντα. Τώρα όλα θα είναι καλά μόλις βγει>> δηλώνει και εγώ εκνευρίζομαι. Μας έβγαλε την ψυχή όταν ήταν εδώ, την παρακαλούσαμε όλες να πάει να τον δει και μας το έπαιζε βαρύ πεπόνι και τώρα κατεβαίνει από την Ορεστιάδα. <<Αχ Ματίνα, παραλογίζεσαι>> της λέω και της κλείνω το τηλέφωνο.

<<Ποιος ήταν;>> με ρωτάει η μαμά και εγώ γυρίζω να την κοιτάξω <<Η Ματίνα, δεν άκουσες;>> απαντάω και εκείνη απλώς κουνάει το κεφάλι της και απομακρύνεται.

Το κεφάλι μου είναι έτοιμο να σπάσει και ακούω το κινητό μου να χτυπάει πάλι. <<Παρακαλώ;>> ρωτάω και ένα γλυκό γέλιο ηχεί στα αυτιά μου <<Πρέπει να αποθηκεύσεις το τηλέφωνο μου από εδώ και πέρα>> μου λέει και ένα χαμόγελο απλώνεται ως τα αυτιά μου. Γυρίζω απότομα το κεφάλι μου και βλέπω πίσω μου. Τρέχω προς το μπαλκόνι και ανοίγω την πόρτα <<Έλενα;>> ρωτάει και κλείνω την πόρτα πίσω μου <<Εδώ είμαι>> λέω αγχωμένη. <<Δεν μπορείς να μιλήσεις;>> με ρωτάει και ξύνω το κεφάλι μου από την αμηχανία <<Η αλήθεια είναι ότι βρίσκομαι στο σπίτι και η μαμά με κατασκοπεύει αλλά πες μου>> αποκρίνομαι και ξαφνικά βλέπω το απέναντι παράθυρο να ανοίγει. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! <<Να έλεγα να περάσω να σε πάρω με το αμάξι, να πάμε καμία βόλτα>> μου λέει και εγώ βλέπω τον Ερμή να με κοιτάζει από το παράθυρο και του γυρίζω πλάτη. <<Εεε ναι, σίγουρα>> αποκρίνομαι και αισθάνομαι δυο μάτια να με παρακολουθούν <<Ωραία τότε, θα περάσω να σε πάρω κατά τις 7>> μου λέει και κοιτάζω διακριτικά πίσω μου. Ο Ερμής δεν είναι στο παράθυρο και ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξεφεύγει από μέσα μου. <<Όλα καλά;>> ρωτάει ο Βαγγέλης και εγώ ανοίγω και πάλι την μπαλκονόπορτα αλλά αυτήν τη φορά για να μπω μέσα. <<Ναι, μια χαρά! Θα σε περιμένω>> λέω βιαστικά και ακούω την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει. <<Σε αφήνω, σε αφήνω>> ψιθυρίζω βιαστικά και κλείνω το τηλέφωνο. 

Όταν ο ουρανός συννεφιάζειDonde viven las historias. Descúbrelo ahora