Κεφάλαιο 7

98 6 1
                                    

Μια εβδομάδα μετά το τριήμερο μας στο σπίτι της Αναστασίας, έχουμε χωθεί κυριολεκτικά μέσα στα βιβλία και αισθάνομαι πιεσμένη εξαιτίας των πανελλαδικών που έχουν αρχίσει να πλησιάζουν ανησυχητικά.Ανοίγω το βιβλίο της ιστορίας και αρχίζω να λέω το μάθημα απ' έξω ξεχνώντας μερικές λέξεις, αλλά σχετικά καλά. <<Έλενα...διαβάζεις;>> ρωτάει η μαμά μου και κοιτάω προς την πόρτα αγανακτισμένη. Σήμερα με έχει διακόψει από το διάβασμα μου πάρα πολλές φορές <<Ναι μαμά μου διαβάζω>> λέω συγκρατώντας τον θυμό μου. <<Να μωρέ έλεγα αν μπορούσες να με βοηθήσεις λίγο...μονάχα πέντε λεπτάκια...να κατεβάσω τις κουρτίνες του αδερφού σου>> θεέ μου αυτή η γυναίκα ξέρει να με καταφέρνει <<πέντε λεπτάκια όμως, και μετά θα σου πω την ιστορία, εντάξει;>>.

Ανεβαίνω πάνω στην σκάλα και εκείνη την κρατάει.Είχα ξεχάσει πόσο δύσκολο είναι να κατεβάζεις την κουρτίνα, αλλά αν το κάνεις αυτό κάθε μέρα έχεις σφίξει μπράτσο για όλη σου την ζωή. Όταν την τελειώνω, καθώς τραβάω την άκρη της για να στρώσει βλέπω στο μπαλκόνι κάτω αριστερά έναν νεαρό με το λάπτοπ του και τα πόδια ανεβασμένα στο κάγκελο.Κοιτάω πιο προσεκτικά και καταλαβαίνω ότι ο νεαρός αυτός είναι ο Ερμής. Με τόσα καθήκοντα που έχω για το φροντιστήριο είχα ξεχάσει ακόμα και την ύπαρξη του.Είχα ακόμα το βιβλίο της μαμάς του στην τσάντα μου αλλά δεν είχα προλάβει να αντιγράψω τίποτα και δεν προέβλεπα να καταφέρνω να το ξεκινήσω τουλάχιστον μέχρι την Κυριακή.

Γύρισα στο δωμάτιο μου και συνέχισα την μελέτη μου μέχρι που τέλειωσα την ιστορία και μου την εξέτασε η μαμά μου. Σε μια ώρα είχα μάθημα και η εξέταση του Παπακάτη με άγχωνε περισσότερο και από τις εγχειρήσεις,πράγμα πολύ κακό, γιατί με έπιανε αναγούλα και μόνο που τις σκεφτόμουν. Προσπάθησα να χαλαρώσω όμως δεν τα κατάφερα, βγήκα στο μπαλκόνι μου να πάρω αέρα και σκέφτηκα τον Ερμή, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε λιγάκι πριν φύγω. Μπήκα στο σπίτι και βγήκα ξανά έξω από το μπαλκόνι του αδερφού μου. Ο Ερμής όμως δεν ήταν έξω και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί του, γιατί δεν ήξερα το τηλέφωνο του.Μπήκα μέσα στο σπίτι στεναχωρημένη και μάζεψα τα βιβλία μου ήρεμα και με λίγο άγχος.

Καθώς έβγαινα από το σπίτι σκέφτηκα το διαγώνισμα της Κυριακής, έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν είχα ξεκινήσει το διάβασμα και μόνο η σκέψη με αναστάτωνε.Ήταν ήδη 3/1/2016 και εγώ είχα αρχίσει να ανησυχώ για τις πανελλαδικές, που ήταν τον Μάιο. Σε όλη την διαδρομή ψιθύριζα τις παραγράφους της ιστορίας και προχωρούσα γρήγορα, μέχρι την στιγμή που έφτασα στο φροντιστήριο και άνοιξα την εξωτερική πόρτα. Ευθεία μπροστά μου καθόταν ο Παπακάτης και γελούσε με τους υπόλοιπους καθηγητές και όταν με είδε σοβάρεψε απότομα και με στραβοκοίταξε σαν να είχα κάνει το χειρότερο κακό του κόσμου. Τον προσπέρασα και κατευθύνθηκα προς την τάξη οπού καθόταν τα υπόλοιπα κορίτσια, ήταν όλα πελαγωμένα και χωρίς να μιλήσω κάθισα δίπλα στην Αναστασία.

Όταν ο ουρανός συννεφιάζειDonde viven las historias. Descúbrelo ahora