Κεφάλαιο 4

1.9K 253 33
                                    

Οι σκούροι γκρίζοι τοίχοι του δωματίου ταίριαζαν απόλυτα με το υπόλοιπο σπίτι. Η μόνη παραφωνία στην τόση ομόνοια ήταν ο κόκκινος τοίχος πίσω από το υπερδιπλο κρεβάτι. Φαινόταν σαν να ήταν από αίμα. Τον πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της πάνω του. Ένα κρύο την δέχτηκε. "Οι κύριοι μου είπαν να σας ενημερώσω ότι το φαγητό είναι έτοιμο". Τινάχτηκε τρομαγμένη προς το μέρος της φωνής. Τότε είδε μια υπηρέτρια με σώμα φτιαγμένο από σοκολάτα. "Ποια είσαι εσύ;" ρώτησε καχύποπτα. "Είμαι η Μπεθ, η προσωπική σας καμαριέρα" της χαμογέλασε τόσο αθώα, τόσο πραγματικά.

"Που είμαστε;" ρώτησε λαίμαργη για πληροφορίες. "Στο κάστρο Κάρσκεϊλ. Δεσποινίς μήπως χτυπήσατε το κεφάλι σας;" η Μπεθ την πλησίασε. "Έτσι μου φαίνεται... Εδώ και ένα χρόνο όλα γύρω μου είναι θολά" κάθισε στο κρεβάτι και ακούμπησε το κεφάλι της στα χέρια της. Ένας λυγμός ήταν έτοιμος να της ξεφύγει. Ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη της. Το χέρι άρχισε να χαϊδεύει την πλάτη της. "Ξεσπάστε. Βγάλτε τα όλα από μέσα σας. Καλύτερα τώρα πάρα μπροστά σε όλους". Δεν χρειαζόταν να της το πει δεύτερη φορά, απλά άρχισε να κλαίει. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στα πόδια της Μπεθ και έκλαιγε. "Πώς νιώθετε τώρα;". "Πολύ καλύτερα ευχαριστώ!". "Ωραία ελάτε να σας ετοιμάσω για το φαγητό". Η Μπεθ την σήκωσε στοργικά. Την πήγε προς την καρέκλα της τουαλέτας. Άνοιξε την ντουλάπα. Έβγαλε ένα πανέμορφο απλό φόρεμα στο χρώμα της λεβάντας και άρχισε να την ετοιμάζει.

Μόνο με την βοήθεια της Μπεθ κατάφερε να βρει τον δρόμο της σε αυτόν τον λαβύρινθο και να καταλήξει στην τραπεζαρία. Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο και υπηρέτες εμφανίζονταν αφήνοντας πιάτα με φαγητά. Παρατήρησε λίγο πιο προσεχτικά τα δύο αδέρφια. Ο Τζούλιους είχε μαύρα ανέμελα μαλλιά, μαύρα ματιά και συνεχώς ένα περιπαιχτικό χαμόγελο στα χείλη. Φαινόταν παιχνιδιάρης, γόης και γκομενιάρης. Ο τρόπος που έκλεισε το μάτι στη Μπεθ όταν εμφανίστηκε αποδείκνυε όλα τα παραπάνω. Ο Λούσιους είχε καστανά μαλλιά πιο επιμελημένα, τα ίδια μαύρα ματιά και μια πιο σφιχτή έκφραση. Φαινόταν συγκρατημένος, δύσκολος χαρακτήρας και σε κοίταζε σαν να είσαι το χειρότερο πλάσμα στο κόσμο, όμως κάτι πιο απαλό και γλυκό φαινόταν να κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Τα δύο αδέρφια την κοίταξαν, αμέσως της χαμογέλασαν και της πρότειναν να καθίσει ανάμεσα τους.

Στην άκρη του τραπεζιού καθόταν ένας κύριος, μεγαλύτερος από τα αγόρια αλλά το ίδιο γοητευτικός, με τα ίδια μαύρα αμυγδαλωτά μάτια. Την κοίταξε με ένα βαριεστημένο ύφος για κλάσματα του δευτερολέπτου και ξαναγύρισε το βλέμμα του στο πιάτο του. Μόλις έπαψε να την κοιτάει το κεφάλι του άρχισε να τρεμοπαίζει. Είναι και αυτός μάγος... Σκέφτηκε. Δίπλα του καθόταν μια πολύ αδύνατη γυναίκα με κόκκινα μάτια, έντονα βαμμένα. Στον λαιμό της φορούσε ένα περιδέραιο από μαύρη δαντέλα σαν ιστός αράχνης με κόκκινα μικρά σμαράγδια πάνω του. Εκείνη την κοίταζε σαν να έβλεπε ένα ψίχουλο πάνω στο κατάμαυρο δαντελωτό φόρεμα της. "Αυτό είναι το καινούργιο σας παιχνίδι;" ρώτησε γεμάτη δηλητήριο. "Μητέρα σε παρακαλώ" ο Λούσιους αντιγύρησε. "Συγνώμη δεν ήθελα να σας προσβάλλω το κατοικίδιο, αλλά χρειάζεται να φάει μαζί μας;". "Μην την ακούς Κάθριν, συνήθως έχει καλύτερη συμπεριφορά σε καλεσμένους" το βλέμμα που έριξε ο Τζούλιους στην μητέρα του, μαζί με τα λόγια, ήταν σαν μαχαίρια. "Καλεσμένο αυτό το...". "Σταμάτα να μιλάς επιτέλους" φώναξε ο άντρας δίπλα της, που μάλλον ήταν ο πατέρας τους, χωρίς να την κοιτάζει. Εκείνη έπιασε την πετσέτα που είχε στα πόδια της, σκούπισε το στόμα της μεθοδικά και την πέταξε πάνω στην καρέκλα καθώς σηκωνόταν. Έτσι εξαφανίστηκε από το δωμάτιο.

Η Πεντάμορφη και τα ΤέραταDonde viven las historias. Descúbrelo ahora