Κεφάλαιο 25

1K 177 8
                                    

Είδε το μαχαίρι να την πλησιάζει. Ένιωσε την σάρκα της να κόβεται στα δύο. Το ζεστό αίμα πότησε τα πάντα αλλά εκείνη κρύωνε περισσότερο από ποτέ. Είδε το σκοτάδι να την πλησιάζει. Τα πάντα γύρω της έλιωναν. Μετά το χάος. 

Τα χέρια της είχαν ελευθερωθεί από τις αλυσίδες αλλά δεν πατούσε στο έδαφος. Έπλεε στο σκοτάδι. Προσπάθησε να φωνάξει αλλά φωνή δεν έβγαινε. Έκανε, λοιπόν, αυτό που το μυαλό της πρόσταζε όταν πανικοβαλλόταν. Άρχισε να τρέχει. Έτρεχε στο κενό. Έτρεχε στο τίποτα. Δεν ήξερε άμα όντως πήγαινε πουθενά. Ούτε ήξερε που ήθελε να πάει. Απλά έτρεχε. Ένα αεράκι, που δεν ήξερε από που ερχόταν, την χτύπαγε στο πρόσωπο. Ξαφνικά το σκοτάδι έδινε την θέση του σε χορτάρι και ένα ξέφωτο. Δεν το παρατήρησε αρχικά μέχρι που έπεσε πάνω σε ένα κύβο από άχυρα και προσγειώθηκε στα πισινά της.

Κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σε μία φάρμα. Η μυρωδιά της κοπριάς ήταν έντονη στον αέρα. Ο αέρας χτυπούσε αλύπητα το σώμα της.  Μπροστά της απλωνόταν ένα αγροτόσπιτο. Ήταν αρκετά μικρό, φτιαγμένο από τούβλο, ασυνήθιστο υλικό μιας και όλα τα σπίτια φτιάχνοντας κυρίως από πέτρα. Η καμινάδα κάπνιζε φουριόζα. Σηκώθηκε και πλησίασε την ξύλινα πορτούλα. Χτύπησε. Θόρυβος ακούστηκε από την μέσα πλευρά. Μετά ησυχία και η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο. Μπροστά της εμφανίστηκε ένα ψηλός γεροδεμένος άντρας. Την περιεργάστηκε περίεργος. 

"Δεν αγοράζουμε τίποτα" είπε οργισμένα, σαν να άνοιξε σε ένα παιδί που του έκανε φάρσα. Η φωνή του ήταν βαριά, ξερή και απότομη. "Δεν πουλάω κάτι" απάντησε η Κάθριν πριν της κλείσει την πόρτα στην μούρη. Εκείνος σήκωσε το ένα φρύδι του. "Τι θες;" ρώτησε το ίδιο απότομα. "Που βρίσκομαι;" ήξερε ότι είναι χαζή ερώτηση για κάποιον που μένει εδώ αλλά έπρεπε να την κάνει. Ο άντρας παρατήρησε τα αίματα πάνω στο φόρεμα της Κάθριν. Τα μάτια του γούρλωσαν από τον φόβο και της έκλεισε την πόρτα στην μούρη. "Μάλιστα" μουρμούρησε. Χτύπησε ξανα την πόρτα. Άνοιξε ο ίδιος άντρας. "Ακόμα εδώ είσαι; Φύγε" φαινόταν πιο αγχωμένος τώρα. "Η κοντινότερη πόλη που βρίσκεται;". "Δεν υπάρχει κοντινή πόλη. Γύρνα από εκεί που ήρθες και άφησε μας στην ησυχία μας" η φωνή του είχε χαμηλώσει από ένταση. Έκλεισε ξανά την πόρτα. Δεν άνοιξε ξανά παρά τα χτυπήματα που έριξε η Κάθριν στην πόρτα.

"Τι στο καλό" μονολόγησε. Άρχισε να περπατάει προς άγνωστη κατεύθυνση. Η υγρασία της τρύπαγε το δέρμα. Βρήκε ένα κομμάτι ύφασμα πεταμένο εκεί κόντα και το χρησιμοποίησε σαν πανωφόρι, όχι τόσο για το κρύο αλλά για να κρύψει το μεγάλο κόκκινο λεκέ. 

Η Πεντάμορφη και τα ΤέραταOù les histoires vivent. Découvrez maintenant