Μια ιστοριούλα για τον Ντέιβιντ, για να δούμε λίγο τον χαρακτήρα του. Τίποτα το ιδιαίτερο ή κάτι που βοηθάει στην πλοκή της ιστορίας, γενικά είναι εκτός ιστορίας και λίγο πριν έρθει η Κάθριν.
Θα είναι σε 2 part και θα εξιστορεί ένα συμβάν στην οικία Κάρσκεϊλ με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ.Enjoy!
-----------------------
Η νύχτα είχε πέσει σαν πέπλο πάνω στην έπαυλη. Ο Ντέιβιντ περίμενε πως και πως να φτάσει στο δωμάτιο του και να ξαπλώσει. Έλειπε ενάμιση μήνα εξαιτίας των εμπορευμάτων, περισσότερο από όσο είχε λείψει ποτέ. Τώρα βρισκόταν σε αυτό που θεωρούσε σπίτι του εδώ και κάμποσα χρόνια πλέον. Ευτυχώς που οι Κάρσκεϊλ τους βρήκαν στην τρυφερή ηλικία των 15 και τους έσωσαν από τα χέρια του υποκόσμου. Τώρα ήταν 23χρονών και δεν μπορεί να φανταστεί την ζωή του μακριά από αυτό το σπίτι.
Ήταν αρκετά αργά, δεν μπορούσε να πάει στην αδερφή του, δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Έτσι κατευθύνθηκε αμέσως προς το δωμάτιο του. Ήταν μια ωραία βραδιά όμως και κάτι τον έσπρωχνε να πάει να δει για λίγο τα αστέρια χωρίς το άγχος της θάλασσας ή των λιστών. Το τεράστιο φεγγάρι έριχνε το φως του μέσα από τα παράθυρα της στριφογυριστής σκάλα, στο βάθος της έπαυλης, που οδηγούσε στο αστεροσκοπείο, το οποίο βρισκόταν στο ψηλότερο μέρος της οικίας. Όταν ήταν πιο μικρός εκεί κρυβόταν και ερχόντουσαν τα αδέρφια Κάρσκεϊλ να τον βγάλουν από εκεί. Τους ένιωθε περισσότερο σαν μέντορες παρά σαν αδέρφια μιας και δεν μεγάλωσαν ακριβώς μαζί. Εκείνοι δεν μεγάλωναν, ήταν παγωμένοι στον χρόνο. Εκείνος όμως μεγάλωνε δίπλα τους και ωρίμαζαν μαζί. Όσο μπορούσαν να ωριμάσουν δύο άτομα που συνεχώς συναγωνίζοντα στα πάντα.
Έφτασε στο αστεροσκοπείο και πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε τον μηχανισμό, ο οποίος άνοιγε την σκεπή. Το αυγουστιάτικο φεγγάρι ήταν τεράστιο και τα αστέρια έλαμπαν σαν πυγολαμπίδες κολλημένες στον ουρανό. Η κρύα πέτρα τον ηρεμούσε και έπαιρνε μακριά την ζέστη αυτής της βραδιάς. Τότε άκουσε βήματα στην σκάλα. Ένα άγχος τον χτύπησε. Όχι ότι του είχαν απαγορεύσει να ανεβαίνει εδώ πάνω, αντιθέτως αυτό ήταν το δικό του σημείο σε ολόκληρο το σπίτι. Αυτό τον άγχωνε, ότι κάποιος θα ήθελε να το διεκδικήσει και δεν θα μπορούσε να πει τίποτα πάνω σε αυτό το ζήτημα. Όσο και να τους φέρονταν σαν μέλη της οικογενείας, ήξερε ότι δεν άνηκε μαζί τους. Η πραγματική οικογένεια του είχε χαθεί.
Το σφίξιμο στο στομάχι του δεν χαλάρωσε ούτε όταν είδε την μορφή που ανέβηκε εκεί πάνω. "Κύριε Κάρσκεϊλ" αναφώνησε "τι κάνετε τέτοια ώρα εδώ". "Ντέιβιντ, σου έχω πει χίλιες φορές να με λες Ντάντε" του χαμογέλασε ο μαυρομάλλης άντρας. Κάτω από το φως του φεγγαριού οι άσπρες τρίχες που κοσμούσαν δεξιά και αριστερά τα μαλλιά του έμοιαζαν ασημί και έδιναν μια άλλη ομορφά στο γεμάτο γωνίες πρόσωπο του. "Ήθελα να δω τα αστέρια" του απάντησε "μπορώ να κάτσω;". "Βεβαίως" άρχισε να ξεσκονίζει δίπλα του. Ο Ντάντε άρχισε να γελάει. Έκατσε δίπλα στον Ντέιβιντ και σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό. Το δωμάτιο βυθίστηκε στην ησυχία.
YOU ARE READING
Η Πεντάμορφη και τα Τέρατα
FantasyΚάπου σε έναν κόσμο αρκετά διαφορετικό από τον δικό μας γεννήθηκε μια κοπέλα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τον έβενο. Το δέρμα της λευκό σαν το χιόνι και τα μάτια της Γαλάζια σαν τον πάγο. Δεν ήταν όμως όπως οι άλλες. Μπορούσε να δει πράγματα που κα...