Το μυαλό της γέμιζε με θεωρίες για το τι την ήθελαν τα δύο αδέρφια. Υπήρχαν φήμες για σκλάβες του σεξ, κορίτσια που τα αγόραζαν άντρες ώστε να βγάλουν πάνω τους την πιο κρυφή φαντασίωση τους. Ήδη φανταζόταν τον εαυτό της δεμένο πάνω σε ένα μεταλλικό τραπέζι να την βιάζουν και να την βαράνε. Το χέρι της άρχισε να παίζει με το μενταγιόν της. Επίσης υπήρχαν φήμες για άτομα που αγόραζαν γυναίκες για να τις δολοφονήσουν για προσωπική τους ευχαρίστηση. Τρόμαζε στην ιδέα να την σκοτώσουν, αλλά το προτιμούσε από να την βίαζαν. Και τα πρόσωπα τους. Αυτά την φόβιζαν πολύ περισσότερο. Έλπιζε να ήταν απλά τρελή και να μην υπήρχε τίποτα κακό σε αυτούς τους ανθρώπους. Άμα δεν ήταν, τότε αυτοί θα μπορούσαν να είναι δαίμονες ή οτιδήποτε χειρότερο. Τι ήταν όμως χειρότερο από δαίμονες; Δεν ήξερε. Δεν ήθελε καν να φαντάζεται.
Δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα αλλά η άμαξα σταμάτησε με ένα χλιμίντρισμα των αλόγων. Ο μπάτλερ την βοήθησε να βγει και έμεινε να κοιτάζει το σπίτι που απλωνόταν μπροστά της. Δεν μπορούσες να το χαρακτηρίσεις τόσο σπίτι αλλά περισσότερο με πύργο. Άμα το σπίτι της κυρίας Μπιμπλ ήταν τεράστιο, τότε αυτό ήταν πελώριο. Δεν μπορούσε να δει που τέλειωναν οι τοίχοι ή οι εκτάσεις πρασίνου γύρω από την οικία. Της είχε κόψει την ανάσα το πέτρινο εξωτερικό του και οι τούβλινες στέγες του. Χρειάστηκε να έρθουν με την άμαξα από την είσοδο του οικίσματος μέχρι την είσοδο του κτηρίου. Κοίταζε τριγύρω με θαυμασμό. Ξέχασε για λίγο γιατί ήταν εκεί. Η μυρωδιά των λουλουδιών ήταν παντού και η μελωδία των πουλιών αγκάλιαζε τα αυτιά της. Έκλεισε τα μάτια της και ρούφηξε όσο περισσότερη ευωδιά μπορούσε. Το τεχνητό βήξιμο του μπάτλερ την προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα. Τον ακολούθησε.
Το εσωτερικό ήταν το ίδιο υπέροχο με το εξωτερικό. Ήταν εξίσου πέτρινο, γεμάτο με γυάλινους πελώριους πολυελαίους και κόκκινα χαλιά. Στα πλάγια υπήρχαν σκάλες όπου οδηγούσαν σε έναν ημιώροφο, στολισμένο με μαρμάρινα κάγκελα. Τα μάτια της είχαν μεγαλώσει καθώς έβλεπε τα ζωγραφισμένα πορτρέτα στους τοίχους και το μεγάλο τζάκι που φαινόταν από το διπλανό δωμάτιο, το οποίο μάλλον ήταν η τραπεζαρία καθώς διέκρινε καθαρά και ένα ξύλινο μακρόστενο τραπέζι. "Καλώς ήρθες" άκουσε μια γνώριμη φωνή. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος της φωνής και είδε τον μαυρομάλλη αδερφό να κατεβαίνει την αριστερή σκάλα. Τα μαλλιά του ήταν ανέμελα και το πρόσωπο του τρεμόπαιζε. Άρχισε πάλι να πανικοβάλεται. Οι χτύποι της καρδιάς της άρχισαν να ανεβαίνουν. Η ανάσα της άρχισε να βγαίνει πιο δύσκολα. Όσο την πλησίαζε, τόσο πιο δύσκολο της ήταν να εστιάσει πάνω του. Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του στους ώμους της και την απαλή φωνή του να λέει "ηρέμησε, αργές ανάσες". Αμέσως έκανε αυτό που της είπαν. "Έλα όμορφη, ανάσαινε πιο αργά. Χαλάρωσε". Η φωνή του είχε δραστική επίδραση πάνω της. Οι χτύποι της καρδιάς της άρχισαν να έρχονται στο κανονικό. Το πρόσωπο του άρχισε να σταθεροποιείται.
YOU ARE READING
Η Πεντάμορφη και τα Τέρατα
FantasyΚάπου σε έναν κόσμο αρκετά διαφορετικό από τον δικό μας γεννήθηκε μια κοπέλα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τον έβενο. Το δέρμα της λευκό σαν το χιόνι και τα μάτια της Γαλάζια σαν τον πάγο. Δεν ήταν όμως όπως οι άλλες. Μπορούσε να δει πράγματα που κα...