"Κάθριν συγκεντρώσου πάνω μας και σκέψου κάτι κακό" είπε ο Λούσιους. "Κάτι κακό;". "Ναι σκέψου κάτι άσχημο. Πως πέρναγες στον δρόμο. Τι σου έκανε η μητέρα σου. Κάτι άσχημο. Μια άσχημη ανάμνηση" συνέχισε εκείνος να λέει "Και μετά σκέψου κάτι καλό. Μία καλή ανάμνηση". "Δεν έχω καλές αναμνήσεις" αποκρίθηκε η Κάθριν. "Τότε σκέψου ένα άτομο και αγκιστρώσου σε αυτό. Αυτό το άτομο θα σε βοηθήσει να επανέρθεις" είπε ο Τζούλιους. "Δεν.. δεν ξέρω" τραύλισε εκείνη. "Συγκεντρώσου Κάθριν" ο Λούσιους διέκοψε τον αδερφό του που πήγε να μιλήσει. Η Κάθριν συγκεντρώθηκε.
Μια ανάμνηση της ήρθε στο μυαλό. Η μητέρα της να ανοίγει με δύναμη την πόρτα. Τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα. Μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της από την αϋπνία. "Πέθανε" είχε φωνάξει σαν να ήταν η Κάθριν ο δολοφόνος. "Τι;" ρώτησε τρομαγμένα. Και τα δικά της μάτια έτσουζαν από το κλάμα που είχε ρίξει όλο το βράδυ. "Τον σκότωσες πουτάνα" έφτυσε η μητέρα της. "Ο μπαμπάς ήταν μίλια μακριά. Πως γίνεται να τον σκότωσα εγώ" είχε κάνει μια απελπισμένη προσπάθεια να την κάνει να καταλάβει ότι δεν έφταιγε εκείνη για όλα. "Μάγισσα" τσίριξε. "Μάγισσα! Εσύ τον σκότωσες" ούρλιαξε. Την πλησίασε. Την άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να την σέρνει. Η Κάθριν ούρλιαζε και φώναζε. Εκλιπαρούσε να την αφήσει. Σταμάτησε μόνο όταν έφτασε στην εξώπορτα. Την άνοιξε. Σήκωσε την Κάθριν τραβώντας την από τα μαλλιά. Τα δάκρυα είχαν θολώσει το πεδίο όρασης της. Την έφερε όσο κοντά χρειαζόταν για να μυρίσει το αλκοόλ στην ανάσα της. "Φύγε από εδώ και να μην σε δω μπροστά μου" ψιθύρισε. "Μαμά.. έχεις πιει" τραύλισε. "Μάγισσα. Πόρνη του διαβόλου. Φύγε και να μην σε δω κοντά στην οικογένεια μου αλλιώς θα σε σκοτώσω". Την έσπρωξε έξω στο χιόνι χωρίς να της δώσει καν την ευκαιρία να πάρει ένα πανωφόρι για να μην πεθάνει από το κρύο. "Μαμά" ψέλλισε η Κάθριν. "Δεν είμαι η μητέρα σου. Δεν είσαι κόρη μου" φώναξε η γυναίκα που την είχε γεννήσει. "Ελπίζω να πεθάνει" ήταν τα τελευταία λόγια που της είπε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Η Κάθριν σηκώθηκε. Πλησίασε την πόρτα και άρχισε να την χτυπάει με δύναμη. "Άσε με να μπω. Αυτό είναι το σπίτι μου" φώναζε με όλη της την δύναμη. Χτύπαγε την πόρτα με όλη της την δύναμη, μέχρι που τα χέρια της μάτωσαν. Τότε και μόνο τότε τα παράτησε. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί της και έφυγε.
YOU ARE READING
Η Πεντάμορφη και τα Τέρατα
FantasyΚάπου σε έναν κόσμο αρκετά διαφορετικό από τον δικό μας γεννήθηκε μια κοπέλα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τον έβενο. Το δέρμα της λευκό σαν το χιόνι και τα μάτια της Γαλάζια σαν τον πάγο. Δεν ήταν όμως όπως οι άλλες. Μπορούσε να δει πράγματα που κα...